Η άνοιξη του 2024 είναι το πιο κρίσιμο χρονικό σημείο καθώς τότε θα έχουμε τις πρώτες σαφείς ενδείξεις για την παραγωγή στην Ισπανία.

Για τουλάχιστον έναν χρόνο οι τιμές ελαιολάδου θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα ενώ η εξέλιξη του «ράλι» θα διαφανεί την άνοιξη του 2024, όταν θα υπάρξουν οι πρώτες ενδείξεις για την παραγωγή της νέας καλλιεργητικής περιόδου.

Όπως ανέφερε- στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ) κ. Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης «αν δεν αλλάξει κάτι ως προς τη ζήτηση διεθνώς και δη στη Μεσόγειο, η τάση στις τιμές θα παραμείνει ανοδική τους επόμενους μήνες. Εάν η Ισπανία συνεχίσει να πηγαίνει τόσο άσχημα (σ.σ σε επίπεδο παραγωγής) όσο εκτιμούμε ότι θα πάει τότε φοβάμαι ότι οι τιμές παραγωγού θα ανέβουν. Με τα σημερινά δεδομένα θεωρώ ότι οι τιμές θα είναι ανοδικές για τον επόμενο χρόνο. Εάν η ζήτηση ισορροπήσει  σε ένα επίπεδο ισως αυτό σταθεροποιήσει τις τιμές, αλλά για την ώρα δεν έχουμε αυτή την εικόνα».

Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε) κ. Βασίλης Ζαμπούνης εκτίμησε ότι «Η άνοιξη του 2024 είναι το πιο κρίσιμο χρονικό σημείο καθώς τότε θα έχουμε τις πρώτες σαφείς ενδείξεις για την παραγωγή στην Ισπανία. Εκεί θα φανεί τί θα φέρει η επόμενη καλλιεργητική περίοδος,  η οποία θα διαμορφώσει τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία των τιμών» ενώ εξέφρασε την πεποίθηση ότι σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο η τάση θα είναι μάλλον σταθεροποιητική.

Αναφορικά με την παραγωγή της νέας ελαιοκομικής περιόδου 2023/24 στην χώρα, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ),κ. Μανώλη Γιαννούλη υπολογίζεται στους 160.000 τόνους, από 350 χιλ. τόνους την περίοδο 2022/23 και 160 χιλ. τόνους την περίοδο 2021/22.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραγωγή στο σύνολο της λεκάνης της Μεσογείου, δηλαδή στις κύριες χώρες παραγωγούς, εκτιμάται ότι στην  επερχόμενη ελαιοκομική περίοδο θα είναι μειωμένη κατά 200.000 περίπου τόνους σε σύγκριση με την περσινή χρονιά γεγονός που περιορίζει ακόμα περισσότερο τα αποθέματα. Οι εκτιμήσεις για την παραγωγή στην Ισπανία κάνουν λόγο για 700.000 τόνους έναντι των 660.000 τόνων πέρυσι, όταν σε κανονικές συνθήκες κατά μέσο όρο διαμορφωνόταν σε 1,3 εκατ. τόνων. Μικρή αύξηση, χωρίς ωστόσο να είναι καταλυτική αναμένεται στην Ιταλία.

Σχετικά με τις τιμές παραγωγού αυτήν την περίοδο έχουν ξεπεράσει τα 9 ευρώ στην Ιταλία και τα 8,50 ευρώ στην Ισπανία, ενώ οι πωλήσεις παραμένουν εντός του συνηθισμένου εύρους, ήτοι στους 82.000 τόνους το μήνα. Στην Ελλάδα, όπως ανέφερε ο κ. Κουτσιούμπης η βιομηχανία αγοράζει σε τιμή 8,5- 8,7 ευρώ από τους παραγωγούς.

Χωρίς κανείς να μπορεί να ορίσει που είναι το «ταβάνι» στις αυξήσεις στις τιμές παραγωγού, ήδη στην αγορά γίνεται λόγος για υποσχετική τουλάχιστον 9 ευρώ/κιλό, εξέλιξη που θα εκτοξεύσει εκ νέου τους τιμοκαταλόγους λιανικής.

Άλμα 35% στο ράφι

Στο ράφι πάντως η τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 35% τον Αύγουστο, ξεπερνώντας και τα 13 ευρώ το λίτρο.

Αξίζει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης (ΣΥΤΕΚ) κ. Φώτη Σουσαλής , προ οικονομικής κρίσης στην εγχώρια λιανική διατίθεντο 30.000 τόνοι τυποποιημένου ελαιολάδου, ενώ πλέον η κατανάλωση στα σουπερ μάρκετ έχει υποχωρήσει στα επίπεδα των 12.000 τόνων.

Σημειώνεται ότι η εγχώρια κατανάλωση διαμορφώνεται σε 110-120 χιλ τόνους, με την Ελλάδα να έχει «ενθρονιστεί» από την πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου η οποία υποχώρησε σε 10,3 κιλά άτομο έναντι 11,4 κιλών της Ισπανίας, που έχει κατακτήσει την 1η θέση παγκοσμίως. Η χύμα διάθεση στην εγχώρια αγορά υπολογίζεται σε 70.000 – 80.000 τόνους, ενώ στους 60- 100 χιλ τόνους ανέρχονται οι εξαγωγές χύμα ελαιολάδου. Οι επιδόσεις στα διεθνή ράφια για τα τυποποιημένα ελληνικά ελαιόλαδα αφορούν σε μόλις 40 χιλ τόνους.

Ναυτεμπορική