«Οι Φρουροί της Επανάστασης επιδεικνύουν, για πρώτη φορά, στην πράξη τον ισχυρισμό τους ότι μπορούν να χτυπήσουν άμεσα στόχους βαθιά μέσα στο Ισραήλ»
Η πυραυλική επίθεση του σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης στη Συρία μπορεί να είχε στόχους που σχετίζονται με το Ισλαμικό Κράτος, ωστόσο, δεν αποκλείται να «έκρυβε» παράλληλα ένα μήνυμα με αποδέκτη το Ισραήλ για την στρατιωτική του επιχείρηση κατά της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Νωρίτερα το επίλεκτο σώμα του ιρανικού στρατού ανακοίνωσε ότι εξαπέλυσε επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους, εναντίον τρομοκρατικών στόχων, συμπεριλαμβανομένων των «τόπων συγκέντρωσης διοικητών και κύριων στοιχείων που σχετίζονται με πρόσφατες τρομοκρατικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα του Ισλαμικού Κράτους.
Τα πλήγματα στη Συρία ήταν αντίποινα για τις δύο τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο διάστημα στο Ιράν.
Η πιο πρόσφατη ήταν στις 3 Ιανουαρίου, στην πόλη Κερμάν, κατά τη διάρκεια τελετής στη μνήμη του στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί, διοικητή της Δύναμης Κοντς του επίλεκτου σώματος των Φρουρών της Επανάστασης, σε αμερικανικό πλήγμα στο Ιράκ το 2020.Έχασαν τη ζωή τους πάνω από 90 άτομα.
Η δεύτερη ήταν τον Δεκέμβριο όταν τουλάχιστον 11 Ιρανοί αστυνομικοί σκοτώθηκαν σε επίθεση σε αστυνομικό τμήμα στο Ρασκ. Την ευθύνη για αυτή την επίθεση ανέλαβε η τζιχαντιστική ομάδα Jaish al-Adl (Στρατός της Δικαιοσύνης), η οποία ιδρύθηκε το 2012 και βρίσκεται στη μαύρη λίστα από το Ιράν ως «τρομοκρατική» ομάδα.
Οι πύραυλοι που έφτασαν στη Συρία πιστεύεται ότι εκτοξεύτηκαν από περιοχή στο νοτιοδυτικό Ιράν, πράγμα που σημαίνει ότι κάλυψαν μια σημαντική απόσταση περίπου 1.200 χιλιομέτρων (745 μίλια). Αυτή η πυραυλική επίθεση είχε το μεγαλύτερο βεληνεκές που έχει διεξαχθεί ποτέ από το Ιράν, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο στον κρατικό ιστότοπο του Ιράν IRNA Μοχάμεντ Σαλτούκι.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, αυτό δεν είναι απλώς ένα εντυπωσιακό στοιχείο για την απόσταση που διένυσαν οι πύραυλοι. Όπως παρατήρησε, με τη σημειολογία των επιθέσεων το Ιράν στέλνει ένα μήνυμα και στο Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε αντίστοιχη απόσταση από το Ιράν.
«Οι πύραυλοι των Φρουρών της Επανάστασης στόχευσαν τις βάσεις της Ταχρίρ αλ-Σαμ και του Ισλαμικού Κόμματος Τουρκιστάν στην Ιντλίμπ της Συρίας από απόσταση 1.200 χιλιομέτρων. Νομίζω ότι για πρώτη φορά γίναμε μάρτυρες της χρήσης των πυραύλων Kheibar Shekan σε μια επιχείρηση. Και προφανώς αυτό φέρει ένα σαφές μήνυμα για το Σιωνιστικό καθεστώς», ανέφερε σε ανάρτησή του.
«Σημαίνει ότι οι Φρουροί της Επανάστασης επιδεικνύουν, για πρώτη φορά, στην πράξη τον ισχυρισμό τους ότι μπορούν να χτυπήσουν άμεσα στόχους βαθιά μέσα στο Ισραήλ με ακρίβεια», εξήγησε.
Ο Σταύρος Καλεντερίδης, ξεκίνησε τις σπουδές του στην Αθήνα, σπουδάζοντας Πολιτική Επιστήμη στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα από τέσσερα χρόνια συμμετοχής στα φοιτητικά όργανα συνδιοίκησης της σχολής του και σε διάφορες οργανώσεις νέων, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό.
Στη Βοστόνη των Η.Π.Α. ολοκλήρωσε δύο μεταπτυχιακά προγράμματα, στις Διεθνείς Σχέσεις (Αμερικανική εξωτερική πολιτική) και στην Επικοινωνία (Πολιτική Επικοινωνία), ενώ παράλληλα εργάστηκε στο Ελληνικό Προξενείο της Βοστόνης, στη σχολή του ως βοηθός έρευνας και σε δύο πολιτικές καμπάνιες Αμερικανών πολιτικών (Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικάνων).
Μετά από τρία χρόνια στις Η.Π.Α., άκουσε το κάλεσμα της πατρίδας του και επέστρεψε πίσω με μεγάλο πόθο για προσφορά στην Ελλάδα.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος δύο κοινωφελών οργανισμών, του δέλτα – πολιτική επανάσταση (πολιτικός οργανισμός) και της Λεοντίδας (ίδρυμα προώθησης θεμάτων ιστορίας, πολιτισμού και δημοκρατίας).
Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα, ασχολείται με διάφορα εγχειρήματα πολιτικής διπλωματίας και δημοκρατίας, γράφει πολιτικά άρθρα, σχολιάζει την επικαιρότητα και συνεχίζει την προσωπική του μελέτη στην ιστορία και την πολιτική φιλοσοφία.
Ο Αραγκτσί κατηγόρησε την Τουρκία ότι “επέτρεψε την επίθεση των Σύρων ανταρτών να καταλάβουν το Χαλέπι”, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση του Χακάν Φιντάν, ο οποίος στη συνέχεια «κατσάδιασε» τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών, επειδή δεν μετέφερε μήνυμα του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, όπως ανέμεναν στην Άγκυρα.
Επείγουσα συνάντηση για τη Συρία την Παρασκευή ή το Σάββατο φαίνεται να οργανώνουν η Τουρκία, το Ιράν και η Ρωσία στο περιθώριο του Φόρουμ της Ντόχα, προκειμένου να συζητήσουν το θέμα των καυτών συγκρούσεων στη Συρία. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, η σύνοδος, αν και δεν φέρνει, νέες προτάσεις στο τραπέζι, αποσκοπεί να διευκολύνει το διάλογο και να προωθήσει τη διπλωματική λύση.
Η ένταση στη Συρία, όμως, δεν περιορίστηκε στα πεδία της μάχης, αλλά μεταφέρθηκε τη Δευτέρα και στα διπλωματικά τραπέζια της Άγκυρας. Τα αντίπαλα στρατόπεδα που υποστηρίζουν Τουρκία και Ιράν στη Συρία, φέρεται να προκάλεσαν έναν έντονο «καβγά» μεταξύ του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, και του Ιρανού ομολόγου του, Αμπάς Αραγτσί, τη Δευτέρα. Με αλληλο-κατσάδες αλλά και κατηγορίες για “προδοσία” μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, οι διπλωματικές σχέσεις Άγκυρας και Τεχεράνης, σύμφωνα με το Middle East Eye, δοκιμάστηκαν έντονα κατά την επίσκεψη του Ιρανού υπουργού Εξωτερικών.
Ο Αραγκτσί κατηγόρησε την Τουρκία ότι “επέτρεψε την επίθεση των Σύρων ανταρτών να καταλάβουν το Χαλέπι”, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση του Χακάν Φιντάν, ο οποίος στη συνέχεια «κατσάδιασε» τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών, επειδή δεν μετέφερε μήνυμα του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, όπως ανέμεναν στην Άγκυρα.
«Δεν έφερε τίποτα από τον Άσαντ», τον οποίο είχε συναντήσει μία ημέρα πριν στη Δαμασκό ο Αραγτσί, δήλωσε άτομο που γνωρίζει τις συνομιλίες μεταξύ των δύο ΥΠΕΞ. Αντιθέτως, ο Αραγτσί κατηγόρησε την Τουρκία για «προδοσία», καθώς φέρεται να υποστήριξε την επίθεση των ανταρτών και επανέλαβε ότι το Ιράν θα υποστήριζε τον Άσαντ υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Την Τρίτη, ο Αραγτσί ανέβασε τους τόνους, λέγοντας ότι το Ιράν θα εξέταζε το ενδεχόμενο να αναπτύξει ακόμη και στρατεύματα στη Συρία, εάν το ζητούσε η Δαμασκός, σύμφωνα με το ιρανικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων IRNA.
Η απάντηση του Φιντάν
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, δεν άφησε τις κατηγορίες αναπάντητες και με αυστηρό ύφος, φέρεται να επέπληξε τον Ιρανό ομόλογό του, λέγοντας ότι: “Ο Άσαντ και το Ιράν, το οποίο δεν έχει κοινά σύνορα με τη Συρία, απέτυχαν να συμβάλλουν στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις εδώ και χρόνια. Μην αναζητάτε εξωτερικούς αποδιοπομπαίους τράγους, ενώ ο Άσαντ καταπιέζει τον λαό του”.
Στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση, ο Φιντάν πρόσθεσε: “Η απόδοση της επίθεσης στο Χαλέπι σε ξένη παρέμβαση είναι ένα λάθος. Οι πρόσφατες εκτεταμένες επιθέσεις κατά αμάχων αναζωπύρωσαν τον εμφύλιο πόλεμο. Είχαμε επανειλημμένα προειδοποιήσει όλα τα σχετικά μέρη για αυτό”.
Σύνοδος στο Κατάρ: νέα ελπίδα ή επανάληψη αδιεξόδου;
Παρά την ένταση, ο Αραγκτσί ζήτησε, σύμφωνα με τουρκικές πηγές που επικαλείται το MEE, επείγουσα συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Τουρκίας, Ιράν και Ρωσίας, χωρίς να φέρει νέες προτάσεις. Ωστόσο, η σύνοδος αναμένεται να αποτελέσει μια ακόμη ευκαιρία για διάλογο, με την παρουσία και του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ.
Η πραγματοποίηση της συνάντησης στο περιθώριο του Φόρουμ της Ντόχα ίσως προσφέρει το απαραίτητο πλαίσιο για την αναζήτηση ενός κοινού δρόμου, σε μια κρίση που ολοένα και φουντώνει στη Συρία.
Η φωνή της Αρμενίας – Παρουσιάζει η Λιάνα Μανουκιάν
Ελληνόφωνο δελτίο ειδήσεων με την υποστήριξη της Δημόσιας Ραδιοφωνίας της Αρμενίας
Ενημέρωση στις 2 Δεκεμβρίου 2024
«ΗΕθνοσυνέλευσή μας έχει γίνει καταφύγιο για εγκληματίες, ένα άντρο νομοθετικής δικτατορίας που επιδιώκει να παραλύσει το δικαστικό και διοικητικό σύστημα και να ανατρέψει τη φιλελεύθερη δημοκρατική μας τάξη»… Και έτσι ξαφνικά Νοτιοκορεάτης πρόεδρος ανακοίνωσε για πρώτη φορά εδώ και τέσσερις δεκαετίες την επιβολή στρατιωτικού νόμου για να προστατεύσει κατά δήλωσή του τη χώρα από τις απειλές που θέτουν οι «κομμουνιστικές δυνάμεις» της Βόρειας Κορέας και να αντιμετωπιστούν «εχθρικά προς το κράτος στοιχεία».
Έξι ώρες αργότερα, εν μέσω ενός σκηνικού απόλυτης σύγχυσης, οργής πολιτών και πολιτικών και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν τεθεί υπ’ ατμόν, ο συντηρητικός πρόεδρος Γιουν Σουκ-γέολ ήρε το επίμαχο διάταγμα πριν οδεύσει η Νότια Κορέα ολοταχώς προς μία πρωτοφανή συνταγματική κρίση με συνέπειες πολύ πέραν των συνόρων της.
Επικίνδυνα «παιχνίδια» με τη Δημοκρατία από έναν βαθιά αντιδημοφιλή και διχαστικό πρόεδρο που αιφνιδίασε άπαντες ανασύροντας «εγχειρίδια» επιβολής διά του στρατιωτικού νόμου για να ξεφύγει ως φαίνεται από τα πολιτικά του αδιέξοδα. Ουδείς γνώριζε, ούτε το κόμμα του, ούτε και η σύμμαχος Ουάσινγκτον, για τις προθέσεις του Γιουν Σουκ-γέολ. Είτε λειτούργησε είτε δεν λειτούργησε εν θερμώ, η κίνηση του Γιουν Σουκ-γέολ καταλήγει να επιφέρει το πολιτικό του τέλος, ενώ παρόλο που επιβεβαιώθηκαν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της Νότιας Κορέας, καταδείχθηκε ταυτόχρονα και πόσο ευάλωτη είναι η δημοκρατία της. Ο στρατιωτικός νόμος ήρθη -χωρίς ουσιαστικά καν να εφαρμοστεί- το τοπίο, όμως, παραμένει ρευστό και αβέβαιο.
Το Κοινοβούλιο συνεδρίασε υπό πρωτόγνωρο καθεστώς πολιορκίας από τον στρατό εγκρίνοντας ομόφωνα ψήφισμα για την άρση του στρατιωτικού νόμου. Ουδέποτε εγκρίνεται οτιδήποτε ομόφωνα στο βαθιά πολωμένο πολιτικό σκηνικό της Νότιας Κορέας. Τώρα, και το ίδιο το κόμμα του Γιουν Σουκ-γέολ ψήφισε εναντίον του. Βάσει Συντάγματος ο πρόεδρος όφειλε να συμμορφωθεί, ωστόσο επί ώρες ο Γιουν Σουκ-γέολ τηρούσε σιγή ιχθύος και δεν ήταν σαφές, εάν θα το έπραττε. Χιλιάδες πολίτες είχαν συγκεντρωθεί εκείνες τις ώρες της αγωνίας έξω από το Κοινοβούλιο φωνάζοντας συνθήματα για τη φυλάκιση του προέδρου. Για τους μεγαλύτερους ξύπνησαν μνήμες του παρελθόντος. Όλοι ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς όταν στις 5.00 τα ξημερώματα, τοπική ώρα, ήρθε η ανακοίνωση της άρσης της διαταγής, προφανώς κάτω και από αμερικανικές πιέσεις. Το ερώτημα είναι ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του προέδρου. Μετά το πολιτικό χάος που δημιούργησε όλα δείχνουν προς παραίτηση. Δεδομένου ότι ο Γιουν Σου-γέολ συμμορφώθηκε με την απόφαση της Βουλής, η προοπτική παραπομπής του απομακρύνεται.
Το πολεμικό κλίμα μεταξύ του προέδρου και του Κοινοβουλίου μαίνονταν εδώ και πολύ καιρό. Το Δημοκρατικό Κόμματης αντιπολίτευσης, έχοντας την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, προσπάθησε πρόσφατα να αποπέμψει τους κορυφαίους εισαγγελείς της χώρας. Το διάγγελμα του Νοτιοκορεάτη προέδρου ήλθε χθες, καθώς το Κόμμα Λαϊκής Εξουσίας του ιδίου συνέχιζε να μάχεται με την αντιπολίτευση για το σχέδιο Προϋπολογισμού του επόμενου έτους. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης ενέκριναν την περασμένη εβδομάδα, μέσω επιτροπής, ένα σημαντικά μειωμένο πρόγραμμα Προϋπολογισμού.
Ο 64χρονος Γιουν δυσκολεύτηκε να προωθήσει την ατζέντα του στο ελεγχόμενο από την αντιπολίτευση Κοινοβούλιο και η δημόσια υποστήριξη στο πρόσωπό του παρέμεινε χαμηλή καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του. Το Νοέμβριο πάνω από 3.000 πανεπιστημιακοί υπέγραψαν δήλωση, με την οποία ζητούσαν από τον Γιουν να παραιτηθεί. Τον περασμένο Μάιο, η δημοτικότητά του έπεσε στο ναδίρ, στο 21%, με την οικονομική και εξωτερική πολιτική του, καθώς και την έλλειψη επικοινωνίας που τον χαρακτηρίζει, να αναφέρονται ως οι κύριοι λόγοι για το χαμηλό ποσοστό αποδοχής του από την κοινή γνώμη.
Ο Γιουν, ο οποίος ήταν γνωστός στο παρελθόν για τη σκληρή του στάση στον αγώνα κατά της διαφθοράς ως εισαγγελέας, προσπάθησε να επιδείξει παρόμοια προσέγγιση και κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Αντιθέτως, όμως, τη θητεία του σκίασαν διάφορα σκάνδαλα και κυρίως το γεγονός ότι η σύζυγός του Κιμ Κουν-χι κατηγορήθηκε ότι δέχθηκε δώρο πολυτελείς τσάντες και χειραγώγησε μετοχές. Ο Γιουν, ο οποίος ζήτησε συγγνώμη τον περασμένο μήνα, δήλωσε ότι η σύζυγός του θα πρέπει να ενεργεί πιο προσεκτικά.
Προβλεπόμενο αδιέξοδο
Οι βουλευτικές εκλογές της 10ης Απριλίου φέτος στη Νότια Κορέα κατέληξαν σε μια σαρωτική νίκη της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης και μια οδυνηρή ήττα για τον πρόεδρο της χώρας και το κυβερνών συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα. Αν και το φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα δεν κατάφερε να επιτύχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το αποτέλεσμα ήταν να αποτυπωθεί στην κοινοβουλευτική αριθμητική η διάχυτη δυσαρέσκεια των πολιτών προς την κυβέρνηση Γιουν εν μέσω οικονομικών προκλήσεων και πολιτικών αντιπαραθέσεων, θέτοντας τον πρόεδρο σε δύσκολη θέση για το υπόλοιπο της τριετούς θητείας του.
«Κατά μία έννοια, επρόκειτο για μια ρεβάνς μεταξύ του προέδρου Γιουν και του ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος Λι Τζε-Μιούνγκ, τον οποίο ο Γιουν είχε νικήσει στην προεδρική εκλογή του 2022 με μικρή διαφορά [σ.σ. 0,7%]. Τώρα ο Λι κέρδισε με μεγάλη διαφορά» δήλωνε την επομένη των εκλογών ο κοινωνιολόγος του Στάνφορντ και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Ασίας-Ειρηνικού (APARC), Γκι-Γουκ Σιν.
Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν μία ηχηρή προειδοποίηση για την επερχόμενη εμβάθυνση του εθνικού διχασμού και της πολιτικής πόλωσης στη Νότια Κορέα. Ο Σιν επισημαίνει τον ρόλο του ανελεύθερου χαρακτήρα, του λαϊκισμού και της πόλωσης στην παρακμή της κορεατικής δημοκρατίας και τις επιπτώσεις τους στην κορεατική κοινωνία και πολιτική. «Έχω πει και στο παρελθόν ότι η Κορέα αντιμετωπίζει κρίση δημοκρατίας. Τώρα μπορώ να πω ότι η Κορέα αντιμετωπίζει επίσης μια κρίση στην πολιτική ηγεσία», δήλωνε πριν από περίπου οκτώ μήνες για να αποδειχθεί προφητικός.
Έχοντας χάσει τον έλεγχο του Κοινοβουλίου, η κυβέρνησή Γιουν αντιμετώπιζε μια σειρά από νομοσχέδια και προτάσεις της αντιπολίτευσης που προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την εξουσία του. Πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι οδηγήθηκε στο σημείο να κηρύξει στρατιωτικό νόμο ως μία αντιδημοκρατική τακτική για να αποκρούσει τις πολιτικές επιθέσεις.
Υπεύθυνος για την εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου χρίστηκε χθες από τον Γιουν ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Παρκ Αν-Σου. Εάν ο στρατιωτικός νόμος παρέμενε σε ισχύ, όλες οι πολιτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των πολιτικών κομμάτων και των συγκεντρώσεων των πολιτών, θα ήταν απαγορευμένες. Όλα τα ειδησεογραφικά μέσα και οι εκδόσεις θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του προέδρου, θα απαγορευόταν η διασπορά «ψευδών ειδήσεων», θα αναστέλλονταν οι εργατικές κινητοποιήσεις και όλο το ιατρικό προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευόμενων γιατρών, πολλοί από τους οποίους απεργούσαν, θα έπρεπε να επιστρέψουν στην εργασία τους σε 48 ώρες. Όσοι παραβίαζαν το διάταγμα θα μπορούσαν να συλληφθούν χωρίς δικαστικό ένταλμα.
Προβληματισμός για Τραμπ εν μέσω πολιτικής κρίσης
Η πολιτική κρίση στη Σεούλ κορυφώθηκε χθες με τον πιο απρόσμενο τρόπο την ώρα που υπάρχει έντονος προβληματισμός για το μέλλον των αμερικανο-κορεατικών σχέσεων με την ανάληψη της προεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Ντόναλντ Τραμπ. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Νότια Κορέα είχε ενισχύσει τη συνεργασία με την απερχόμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.
Η αναταραχή στις σχέσεις της Νότιας Κορέας με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την πρώτη προεδρία του Τραμπ, από το 2017 έως και το 2020, βαραίνει τώρα τη Σεούλ, η οποία θεωρεί τη συμμαχία της με την Ουάσινγκτον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της και το «κλειδί» για την αποτροπή έναντι της Πιονγιάνγκ.
Στην προεκλογική εκστρατεία, ο Τραμπ αναπολούσε την επαφή του με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν στη Σιγκαπούρη τον Ιούνιο του 2018 και στη Σύνοδο Κορυφής στο Ανόι το 2019, οι οποίες τελικά απέτυχαν να παράγουν διαρκείς συμφωνίες. Οι δύο τους έδωσαν επίσης για λίγο τα χέρια στο Πανμουντζόμ τον Ιούνιο του 2019 και αντάλλαξαν μια σειρά επιστολών.
«Τα πήγα πολύ καλά με τη Βόρεια Κορέα, τον Κιμ Γιονγκ Ουν […] Είναι ωραίο να τα πηγαίνεις καλά με κάποιον που έχει πολλά πυρηνικά όπλα, έτσι δεν είναι;», δήλωνε αστειευόμενος ο Τραμπ σε ομιλία του στις 18 Ιουλίου και άφησε να εννοηθεί το ενδεχόμενο να ξανασυναντήσει τον Κιμ αν κερδίσει τις εκλογές του 2024, προσθέτοντας: «Θα ήθελε να με ξαναδεί και αυτός».
Παρ’ όλο που οι εντάσεις μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας αυξάνονται και μειώνονται τις τελευταίες δεκαετίες, η σχέση έχει γίνει ιδιαίτερα τεταμένη από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Γιουν, με τις δύο πλευρές να καταφεύγουν σε όλο και πιο απειλητική ρητορική και ενέργειες. Μαζί με την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες, οι οποίες επίσης έχουν αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, η Νότια Κορέα αποτελεί μέρος μιας τριάδας περιφερειακών δυνάμεων που έχουν συμβάλει στην ενίσχυση της αμερικανικής ισχύος τόσο στην Ασία όσο και στον Ειρηνικό εδώ και δεκαετίες.
Η παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στην κορεατική χερσόνησο είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή κάθε πιθανής επίθεσης από τη Βόρεια Κορέα, την ώρα που το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν συνεχίζει να χτίζει το πυρηνικό του οπλοστάσιο, καθώς και ως ένας τρόπος ενίσχυσης της παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Κίνας.