Γράφει ο Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης
Η τωρινή ηγεσία της ΕΕ βυθίζεται σε μία απύθμενη υποκρισία.
Δεν την ενοχλεί η χειραγώγηση των ρουμανικών εκλογών αλλά την ενοχλεί η δήθεν αυταρχικότητα του Ορμπάν στην εκλογική διαδικασία στην Ουγγαρία.
Δεν την ενοχλεί η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο (κράτος – μέλος της ΕΕ) αλλά την ενοχλεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Δεν την ενοχλεί η αντιμετώπιση του Γκεοργκέσκου αλλά την ενοχλεί η αντιμετώπιση του Ιμάμογλου.
Την ενοχλεί η αντιμετώπιση του Ιμάμογλου αλλά δεν την ενοχλεί που μέσω της Piaggio Aerospace η Τουρκία θέλει να εισέλθει από την πίσω πόρτα στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης.
Από την άλλη, το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών ως απολύτως συνεπές στις δημοκρατικές του ευαισθησίες ενοχλείτο, όταν διώκετο το ισλαμιστικό Κόμμα της Αρετής (Fazilet Partisi) από τους Kεμαλικούς και ενοχλείται και τώρα που διώκεται ο Ιμάμογλου από τους Ερντογανικούς. Σε κάθε περίπτωση, κάθεται και συνομιλεί και με τους δύο, όταν, και οι δύο, έχουν αναθεωρητικά πλάνα που συμπεριλαμβάνουν την Ελλάδα εκτός εάν το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι κάποιου είδους εικαστικό υπερθέαμα. Εάν είναι έτσι, να το εκθέσουμε και στην Εθνική Πινακοθήκη αφού πλέον το «εθνική» για εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις ουδεμία αξία έχει.
Οι συνομιλίες αυτές βέβαια έχουν πάντα ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να διεκδικούν κάτι και εμείς πάντοτε ως παθητικοί δρώντες να επιχειρούμε να κατευνάσουμε το «θεριό». Εάν λειτουργούσε έτσι η ισχύς των κρατών τότε το Ισραήλ έχοντας να αντιμετωπίσει συντονισμένα και υπέρτερα αριθμητικά στοιχεία εναντίον του θα έπρεπε να οδηγηθεί σε συλλογική αυτοκτονία. Το Ισραήλ όχι μόνον δεν εισέρχεται σε τέτοιου είδους καταθλιπτικές προσεγγίσεις αλλά πράττει ακριβώς το αντίθετο. Και δεν καταναλώνει «ζάναξ» αλλά μάλλον κάνει χρήση «στεροειδών».
Εμείς από την άλλη, διαβάζοντας – ελέω διαφόρων εξαρτήσεων, ιδεοληψιών και κομματοκρατορικής κουλτούρας – τόσο λάθος τις εξελίξεις στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς είμαστε παντελώς ανίκανοι να προβλέψουμε το που και πως θα υπάρξει ανακατανομή ισχύος. Υπό αυτήν την έννοια δεν αναδεικνύουμε τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας αλλά πρώτοι σπεύδουμε να κηρύξουμε τον πόλεμο σε μία πυρηνική υπερδύναμη όπως η Ρωσσία ως οι κολαούζοι της συμμαχίας των προθύμων. Μόνο που αυτοί οι πρόθυμοι, καθόλου πρόθυμοι δεν φάνηκαν να μας τοποθετήσουν στο ίδιο τραπέζι αλλά, αντιθέτως, φάνηκαν να είναι εξαιρετικά πρόθυμοι να αφήσουν τον Φιντάν να στρογγυλοκάτσει σε αυτό. Εάν υπήρχε κάποιου είδους ανασχεδιασμός της εξωτερικής μας πολιτικής ώστε να λάβουμε αποστάσεις από την αυτοκτονική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική συγκεκριμένων οντοτήτων μεταπηδώντας έστω και εμμέσως προς την πλευρά των νικητών θα υφίστατο κάποιου είδους λογική. Αυτό όμως που προκρίνεται ως το πιθανότερο σενάριο σύμφωνα με διάφορες πληροφορίες είναι ότι εμείς, σε αυτήν την φάση, επιθυμούμε να λειτουργήσουμε «κάτω από τα ραντάρ». Εν ολίγοις, ενώ δεν θέλουμε για παράδειγμα να βρεθούμε σε «ακινησία» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις διότι υποτίθεται ότι αυτό δεν λειτουργεί προς όφελός μας θέλουμε να παραμείνουμε απολύτως «ακίνητοι» στην μεγαλύτερη ανακατανομή ισχύος που έχει λάβει χώρα από την λήξη του Ψυχρού Πολέμου τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Μέση Ανατολή.
Προκρίναμε ότι η μεταφορά όπλων στην Ουκρανία ήταν προς όφελός μας διότι ήμασταν απολύτως σίγουροι ότι η κυβέρνηση των Δημοκρατικών και ο Μπάιντεν θα κερδίσουν τις εκλογές στις ΗΠΑ. Και ήμασταν τόσο σίγουροι που μεταφέραμε εξοπλισμό από τα νησιά μας. Τελικά ο Τράμπ όχι απλώς κέρδισε τις εκλογές αλλά θριάμβευσε και από πάνω και τα όπλα που στείλαμε βρέθηκαν σε μία χώρα που όπως όλα δείχνουν όχι απλώς θα χάσει τον πόλεμο αλλά μάλλον θα κατατροπωθεί.
Στο άλλο μέτωπο, αυτό της Μέσης Ανατολής, η ελληνική εξωτερική πολιτική σχεδόν χειροκρότησε την απομάκρυνση του Άσαντ. Την θέση του Άσαντ κατέλαβε ένας πρώην τζιχαντιστής με το προσωνύμιο «αλ – Γκολάνι» (και όχι αλ – Τζολάνι) που ξαφνικά πέταξε την κελεμπία και το τουρμπάνι φορώντας στρατιωτική παραλλαγή μετονομαζόμενος πλέον σε «αλ – Σαραά». Σε αυτό το σημείο το ΥΠΕΞ διέθετε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε πατώντας πάνω στο δίκαιο αίτημά μας να προστατευτεί η ελληνορθόδοξη κοινότητα να αποκαταστήσει έστω και σπάζοντας τον πάγο τις σχέσεις με την Ρωσσία. Όχι μόνον δεν έγινε αυτό, αλλά ο κ. Γεραπετρίτης έσπευσε να συναντηθεί με τον πρώην τζιχαντιστή αλλά και το ΥΠΕΞ εξέδωσε μία κατάπτυστη ανακοίνωση – λίγο μόνον «καλύτερη» από εκείνη της ΕΕ – στην οποία λαμβάνονται ίσες αποστάσεις μεταξύ σφαγιασθέντων και σφαγέων.
Το ενδιαφέρον από όλη αυτήν την διαδικασία είναι ότι στον πρόσφατο ανασχηματισμό, ενώ όλοι συζητούν για τις περιπτώσεις Δοξιάδη και Τσάφου – και ορθώς – , ουδείς επιμένει να αναρωτιέται γιατί παραμένει στην θέση του ως Υπουργός Εξωτερικών ο κ. Γεραπετρίτης. Οι δηλώσεις του περί έξι μιλίων, οι υποκλίσεις στον Ερντογάν, η σοβαρότατη ήττα μας στην Κάσο με το ιταλικό ερευνητικό, ο σχεδιασμός την συμφωνίας φιλίας των Αθηνών που νομιμοποιεί από την πίσω πόρτα τις αξιώσεις της Άγκυρας και η ολοένα και επιδεινούμενη πορεία μας προς την «φινλανδοποίηση» (ακόμα και ο κ. Ροζάκης το παραδέχθηκε) μας έχει οδηγήσει στο να περιπέσουμε στην κατάντια να ζητούμε άδεια από τους Τούρκους για τα αιολικά πάρκα στις Κυκλάδες.
Από όποια οπτική και εάν το εξετάσει κανείς ο κ. Γεραπετρίτης είναι ένας πλήρως αποτυχημένος Υπουργός Εξωτερικών. Αυτή όμως είναι μόνον η μισή αλήθεια. Ο κ. Γεραπετρίτης για να παραμένει στον υπουργικό θώκο ακλόνητος δεν μπορεί παρά να υποθέσει βάσιμα κανείς ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό της χώρας. Το δόγμα του κατευνασμού, ένα καταστρεπτικό δόγμα που όποια χώρα το έχει υιοθετήσει έχει βγει χαμένη, είναι ένα δόγμα που από ό,τι όλα δείχνουν βρίσκεται στον πυρήνα της αντίληψης του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. Υπό αυτήν την έννοια, προφανώς, υφίσταται η αντίληψη ότι ο οικονομικός εναγκαλισμός με την Τουρκία όπως στην περίπτωση της βίζας στα νησιά αλλά και με τις μαζικές αγορές ακινήτων από τουρκικά συμφέροντα θα οδηγήσει σε κάποιου είδους ειδική σύνδεση τις δύο χώρες ώστε να μην συμφέρει καμία από τις δύο να πάει σε πόλεμο εναντίον της άλλης. Αυτή φυσικά είναι η «αθώα» και καλόπιστη ερμηνεία. Όντας καλόπιστοι πάντως και παρατηρώντας ότι το ερντογανικό καθεστώς έχει βάλει πλώρη για να παραμείνει εσαεί ο Ερντογάν στην εξουσία αυτή η στρατηγική είναι απολύτως λανθασμένη και τα αποτελέσματά της θα είναι καταστροφικά. Το δόγμα του κατευνασμού οδηγεί τελεολογικά στην συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο δυναμιτίζοντας τις προοπτικές της πατρίδας μας να «πάρει κεφάλι» στα της οικονομίας ώστε να αντιστρέψει τους συσχετισμούς με την Τουρκία. Διότι, όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, μία χώρα που θα είναι παραγωγός ενέργειας θα μπορέσει και σε επίπεδο πολιτών αλλά και σε επίπεδο επιχειρήσεων να καταγράψει μία ισχυρή ανάπτυξη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όμως όχι απλά δεν οδεύει προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά έχασε μία πενταετία με την περίεργη και άμεση «πράσινη μετάβαση».
Η πατρίδα μας για να επιβιώσει χρειάζεται άμεσα αλλαγή υποδείγματος. Η ίδια η στρατηγική της στόχευση στην εξωτερική πολιτική έχει αποτύχει πλήρως σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες βρισκόμαστε στην «λάθος πλευρά» της ιστορίας. Υπάρχει ακόμα χρόνος. Στην διάρκεια των αιώνων της ελληνικής ιστορίας οι πρόθυμοι ήταν πολλοί. Οι πατριώτες όμως ήμασταν πάντα περισσότεροι.