Του Κώστα Ράπτη
Το ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν πραγματοποιεί στην Κίνα την πρώτη εκτός συνόρων εξόρμηση της νέας προεδρικής θητείας του, μόλις δέκα ημέρες μετά την ορκωμοσία του (όπως ακριβώς είχε πράξει και ο Σι Τζινπινγκ επισκεπτόμενος τη Μόσχα το 2023), είναι ασφαλώς συμβολικό. Όμως, οτιδήποτε άλλο αφορά τη συνάντηση των δύο ηγετών έχει ουσιαστικό, και μάλιστα “βαρύ”, περιεχόμενο.
Η πύκνωση των διά ζώσης επαφών του Πούτιν με τον Σι (δύο φορές σε έξι μήνες, ενώ επίκειται το φθινόπωρο και η σύνοδος κορυφής της ομάδας BRICS στο Καζάν) είναι ενδεικτική της διαρκούς εμβάθυνσης της σινο-ρωσικής σχέσης εν μέσω μιας ταραγμένης διεθνούς συγκυρίας, με την πλανητική ηγεμονία της Δύσης να υπονομεύεται από τις αναδυόμενες ευρασιατικές δυνάμεις.
Και μόνο το γεγονός ότι η Ρωσία και η Κίνα έχουν αναπτύξει τόσο στενή συνεργασία, μολονότι ιστορικά η σχέση τους υπήρξε ανταγωνιστική (ακόμη και όταν αμφότερες οι χώρες ανήκαν στο κομμουνιστικό στρατόπεδο), αποτελεί μία αποτυχία των ΗΠΑ, που βάσισαν τη νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο και στο γεγονός ότι μπόρεσαν, με τα ανοίγματα Νίξον-Κίσσινγκερ, να παρεμβληθούν ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο.
Και το πρώτο μήνυμα της επίσκεψης Πούτιν στην κινεζική πρωτεύουσα είναι ακριβώς αυτό: ότι η κινεζική ηγεσία, παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ (βλέπε και τις πρόσφατες επισκέψεις Γέλεν και Μπλίνκεν στην Κίνα), δεν “εγκαταλείπει” τη Ρωσία, ακόμη και εν μέσω του πολέμου της Ουκρανίας.
Μάλιστα, το Πεκίνο φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε μεσολαβητή για την επίτευξη μιας διπλωματικής επίλυσης της ουκρανικής κρίσης, με το “σχέδιο των 12 σημείων” που έχει καταθέσει και το οποίο ο Πούτιν επανέλαβε ότι καλωσορίζει. (Το ότι ένα από τα 12 σημεία αναφέρεται στον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών είναι κάτι το οποίο ο Ρώσος ηγέτης μάλλον προσπερνά).
Το δε κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών οργισμένα απαντά στις αιτιάσεις της Δύσης ότι η Κίνα ενισχύει τη ρωσική πολεμική προσπάθεια με την εξαγωγή ειδών διπλής χρήσης (ειρηνικής και στρατιωτικής). Δεν είμαστε αυτοί που δημιουργήσαμε την ουκρανική κρίση και όσοι τη διαιωνίζουν με τις δικές τους αποστολές εξοπλισμού δεν δικαιούνται να αναζητούν αποδιοπομπαίο τράγο στην Κίνα, η οποία θα υπερασπισθεί τις ομαλές εμπορικές της σχέσεις με οποιονδήποτε εταίρο, είναι το νόημα της κινεζικής απάντησης.
Από την επίσκεψη Πούτιν στο Πεκίνο προέκυψαν ήδη αποφάσεις για την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας των δύο πλευρών (με κοινές ασκήσεις κ.ο.κ.). Όμως, η καρδιά της διμερούς σχέσης βρίσκεται στην οικονομία και την τεχνολογία, με βάση άλλωστε και την εκτίμηση ότι είναι σε αυτό το πεδίο που κρίνονται και οι συσχετισμοί ασφαλείας. Όπως δείχνει και ο διορισμός του οικονομολόγου Αντρέι Μπελοούσοφ στη θέση του υπουργού Άμυνας, ο Πούτιν αντιμετωπίζει την ουκρανική του περιπέτεια ως έναν “πόλεμο φθοράς”, ο οποίος εντέλει θα κριθεί από την παραγωγική ανθεκτικότητα των αντιμαχομένων.
Όμως η ρωσο-κινεζική σύμπραξη δεν είναι ένας ευκαιριακός συνεταιρισμός ενώπιον κοινών αντιπάλων και κοινών προκλήσεων. Από τις δηλώσεις Πούτιν και Σι προκύπτει ότι οι δύο πλευρές έχουν τη φιλοδοξία να αναμορφώσουν, με “πιλότο” τη δική τους σχέση, όλο το διεθνές σύστημα, σε κατεύθυνση περισσότερο “δημοκρατική” και “πολυκεντρική”. Τα βέλη τους συγκεντρώνει στην κοινή δήλωσή τους κατ’ εξοχήν η επιμονή της Ουάσιγκτον στην πολιτική των κυρώσεων, στην άσκηση εξωχώριας δικαιοδοσίας και στην ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κρατών.
Μπορεί κανείς να μιλήσει για μία κρυφή λογική της Ιστορίας η οποία φέρνει πιο κοντά τις χερσαίες δυνάμεις της παραγωγικής οικονομίας προς τις θαλάσσιες δυνάμεις οι οποίες έχουν παραδοθεί στην χρηματοπιστωτικοποίηση.
Για αυτό και οι θεαματικότερες αποφάσεις των δύο πλευρών αναμένεται να ξεδιπλωθούν στο πλαίσιο της Ομάδας BRICS, με βήματα για την αποδυνάμωση του διεθνούς ρόλου του δολαρίου. Το ότι όλη αυτή την περίοδο η Κίνα “ξεφορτώνεται” αμερικανικό χρέος με ρυθμό πρωτοφανή, ασφαλώς δεν αποτελεί σύμπτωση.
capital.gr