Ιστορία - Πολιτισμός
Τί απέγιναν οι καμήλες στη Θράκη;
Πριν πολλές δεκαετίες, όταν η ξυλεία ήταν η μοναδική πηγή θέρμανσης, οι καμήλες που μετέφεραν φορτία δεν ήταν σπάνιο θέαμα στην ελληνική ύπαιθρο.
Οι περισσότερες καμήλες στην Ελλάδα βρίσκονταν στη Θράκη, και ο αριθμός τους αυξήθηκε μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. Στα ορεινά της Ροδόπης, οι καμήλες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες στις αγροτικές κοινότητες.
Οι πιο γνωστές ήταν αυτές του Βελιτίν Ντεβετζή, ενός καμηλιέρη που ζούσε στην Κομοτηνή. Οι καμήλες του μπορούσαν να φτάσουν ακόμα και στις πιο δυσπρόσιτες περιοχές της Ροδόπης για να μεταφέρουν ξύλα πίσω στην πόλη.
Κάθε καμήλα μπορούσε να διανύσει περίπου 22 με 25 χιλιόμετρα μεταφέροντας βαριά φορτία. Ο Ντεβετζής είχε δέκα καμήλες, με τις οποίες μετέφερε ξύλα από τα βουνά και τα πουλούσε στην περιοχή της Κομοτηνής, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι.
Η οικογένεια του Βελιτίν Ντεβετζή ήταν από τις πιο γνωστές και πλούσιες της Κομοτηνής από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χάρη στις καμήλες τους. Η λέξη ντεβετζής, σημαίνει καμηλιέρης στα τουρκικά. Η καμηλοτροφία παρέμεινε οικογενειακή παράδοση μέχρι το 1968, όταν ο Βελιτίν Ντεβετζής πέθανε και η τελευταία καμήλα της οικογένειας πουλήθηκε και σφαγιάστηκε για κατανάλωση κρέατος.
Ο γιος του, Μεχμέτ, μεγάλωσε με τις καμήλες και αργότερα έγινε κτηνίατρος, εμπνευσμένος από το επάγγελμα των προγόνων του. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι καμήλες μπορούν να επιβιώσουν οπουδήποτε, καθώς χρειάζονται ελάχιστο νερό και τρώνε από ξηρά κλαδιά έως αγριόχορτα και αγκάθια.
Με την ανάπτυξη των οδικών δικτύων στις ορεινές περιοχές της Ροδόπης, η ανάγκη για καμήλες μειώθηκε, καθώς τα φορτηγά ανέλαβαν τη μεταφορά ξύλων. Στη δεκαετία του 1960, η συντήρηση των καμήλων δεν ήταν πλέον πρακτική, αν και η σφαγή τους είχε απαγορευτεί. Ωστόσο, ο Ντεβετζής κατάφερε να εξασφαλίσει ειδική άδεια για τη μεταφορά των τελευταίων καμήλων της οικογένειας σε σφαγείο, όπου τελικά έγιναν λουκάνικα.
Εκτός από την Κομοτηνή, καμήλες υπήρχαν και στην Άμφισσα της Κεντρικής Ελλάδας από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας, όπου χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων. Όμως, και εκεί, οι καμήλες αντικαταστάθηκαν αρχικά από μουλάρια στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και, αργότερα, από φορτηγά, με αποτέλεσμα οι καραβάνες καμήλων να εξαφανιστούν από το ελληνικό τοπίο.
Πηγή: Himara.gr
Ιστορία - Πολιτισμός
Kotsari: Η Γαλίαινα της Ματσούκας
Σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων απ΄ το σταθμό του Μιχιρτσή ακολουθούντες τον Βορειοανατολικό βραχίονα του Πυξίτη ποταμού, φτάνουμε στο λεγόμενο Διπόταμον σημείο στο οποίο συνενώνονται οι δύο βραχίονες του ποταμού, εξ ‘ου και το όνομα “Διπόταμον”.
Το Διπόταμον είναι μικρός σταθμός της οδού Τραπεζούντος – Γαλίανας, η οποία είναι η συντομότερη οδός απ’ την Τραπεζούντα για τη Βαϊβούρτη (Παϊπούρτ) και την οποία προτιμούσαν ή επέλεγαν κατά την περίοδο της Άνοιξης. Βόρεια του Διπόταμου βρίσκεται το χωρίον Πραστείον, ίσως “Προάστειον” κατοικούμενο από Τούρκους. Από το Διπόταμον και άνω αρχίζει το τμήμα της Γαλίανας. Το όνομα Γαλίανα κάποιοι θέλουν να το παράγουν απ’ τη λέξη γάλα, καθώς η Γαλίανα είχε αρκετή κτηνοτροφία. Ο ίδιος ο συγγραφέας (Iερεύς Δ. Μισαηλίδης) άκουσε απ’ τον μακαρίτη Γερβάσιο Μητροπολίτη Ροδοπόλεως, ότι παράγεται από τη λέξη “Κάλια” η οποία σημαίνει Μεταλλεία. Τέτοια μεταλλεία βρίσκονταν στο όρος Μανόη όπου μέχρι σήμερα σώζονται οι είσοδοι των σπηλαίων, αλλά και στο παρχάρι Γελέφ (ίσως γήλοφος = λοφίσκος) και κοντά σ’ αυτόν στο παρχάρι Ζεμπερέκ όπου υπάρχουν άφθονα εκκαμινεύματα που καλύπτουν πολλά στρέμματα και χαμηλότερα στο λεγόμενο Τσουμαχωτόν. Το πρώτο χωριό που συναντά κανείς ερχόμενος από Τραπεζούντα είναι το χωρίον Τσαγκάρ ή Ρωμανού το οποίο είχε 40 χριστιανικές οικογένειες, αλλά και δημοτικό σχολείο και ναό τιμώμενο επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Είχε επίσης και βυζαντινό παρεκκλήσιο τιμώμενο επι των Εισοδίων της Θεοτόκου. Κοντά στο χωρίον Τσαγκάρ βρισκόταν ένα άλλο χωριό με το όνομα Πιπάτ (ίσως Υπάτη) όπου βρίσκονταν παλιά ερείπια οικισμού, πιθανά οι εαρινές κατοικίες των αρχόντων της πόλεως (των Κομνηνών). Κατοικείτο από 30 περίπου τουρκικές οικογένειες. Έτυχε κάποτε να περάσουμε (αναφέρει ο ιερεύς συγγραφέας) απ το τουρκικό αυτό χωριό και καθίσαμε δίπλα σε μια δροσερή πηγή για να δροσιστούμε και να ξαποστάσουμε. Διέκρινα με το μάτι μου στο μέσω ενός αγρού (αγροκηπίου) ένα μεγάλο όγκο που περιβαλλόταν απ όλες τις πλευρές του από σμίλακες αγκαθιών (τα λεγόμενα σμιλάγκια = αγριόχορτα), τα οποία σαν αγκαθωτά σχοινιά έφταναν περίπου σε ύψος 15-20 μέτρα ψηλά, ίσως και περισσότερο. Από τη μεγάλη του περιέργεια άφησε τους συντρόφους του και πήγε να δει από κοντά αυτόν τον περίεργο όγκο. Βρήκε λοιπόν έναν κήπο στο μέσον του οποίου υπήρχε αυτός ο μέγας όγκος σκεπασμένος από παντού με αγκάθια. Εκεί κοντά βρισκόταν ένα τουρκικό σπίτι. Ζήτησε πληροφορίες απ τον νοικοκύρη του σπιτιού κι αυτός του είπε ότι είναι “ζιγιαρέτ” δηλαδή προσκύνημα και ότι η οικογένεια του έχει παράδοση από τους προγόνους της να αλετρίσει και να καλλιεργήσει όλο το χωράφι χωρίς να αγγίξει καθόλου τον περίβολο του αγρόκηπου όπου μέσα βρισκόταν το ζιγιαρέτ. Γαλίανα ή Γαλίαινα Τραπεζούντος Ά Μέρος. Τον παρακάλεσε να του δώσει μια αξίνα για να κόψει τα αγκάθια και να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά και να δει περί τίνος πρόκειται. Εκείνος του έδωσε μία κρωπήν (μικρό δρεπάνι, κλαδευτήρι) κι άρχισε να κόβει, να ανοίγει δίοδο από την δυτική πλευρά και προς μεγάλη του χαρά είδε ότι έφτανε στη θύρα ενός κομψού βυζαντινού παρεκκλησίου. Υπολόγισε το πλάτος στα 4,5 μέτρα περίπου και μήκος 12 μέτρα αντίστοιχα. Πάνω απ τη θύρα του παρεκκλησίου ήταν ζωγραφισμένος απ΄τη μέση και πάνω γυμνός ο άγιος με την επιγραφή ” του Αγίου Ιωάννου “. Επρόκειτο μάλλον περί του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ο θόλος του παρεκκλησίου ήταν πεσμένος. Οι αγιογραφίες άρχιζαν απ΄ τους τοίχους του ιερού βήματος αναπαριστώντας όλο το βίο και τα θαύματα του Κυρίου και συνεχίζοντας μέχρι στης θύρας, με χρώματα τόσο ζωηρά ώστε νόμιζε κανείς ότι αγιογραφήθηκαν μόλις χθες ! Πολύπλοκοι σταυροί χαραγμένοι στις πέτρες και θαυμάσια κιονόκρανα ήταν πεσμένα μέσα στο ναό. Τα κυριότερα τούτων τα μάζεψε ο ιερεύς μέσα στο ιερό βήμα του οποίου ο θόλος δεν κατέρρευσε διότι στηριζόταν εκατέρωθεν από κίονες. Στην “Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος” του μακαριστού Σάββα Ιωαννίδη διαβάζουμε ότι η Άννα Κομνηνή, θυγατέρα του τελευταίου Αυτοκράτορος της Τραπεζούντος Δαβίδ Κομνηνού, μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος έχουσα εις τα τρίωρον από της Τραπεζούντος επέχοντα κτήματά της εις το χωρίον Τσαγκαρή, Τούρκον υπάλληλον, εχάρισε όλα εις αυτόν, υπο τον όρον να μη εγγίση τον περίβολον του αγροκηπίου εντός του οποίου ευρίσκεται το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου κα αυτή απεχώρησε προς την Αργυρούπολιν. Το χωρίον Τσαγκάρ ούτος το τοποθετεί προς τα Πλάτανα όπου πράγματι βρίσκεται χωρίον με το ίδιο όνομα. Αλλά και το Τσαγκάρ της Γαλίανας σε τρίωρη απόσταση βρίσκεται ομοίως. Τον σεβαστό αυτόν δάσκαλον Σάββαν Ιωαννίδην υπέργηρον τον συνάντησε ο ιερεύς συγγραφέας στην Τραπεζούντα και του ανέφερε τα παραπάνω τονίζοντας ότι κατά πάσα πιθανότητα το αγρόκτημα της Άννας Κομνηνής βρισκόταν εις το Τσαγκαρή της Γαλίανας αφού και το αγροκήπιον και το παρεκκλήσιον σώζεσαι ακόμα. Αλλά εκείνος (Σάββας Ιωαννίδης) δίστασε να εκφέρει γνώμη. Πολλές βυζαντινές εκκλησίες (ναοί) και παρεκκλήσια υπάρχουν στη Γαλίανα και στη Ματσούκα με αγιογραφίες στους τοίχους, αλλά σε όλες τις τοιχογραφίες αυτές τα μάτια των αγίων είναι βγαλμένα από του Τούρκους, λές και δεν ήθελαν να βλέπουν οι άγιοι τα αίσχη που διέπραξαν οι δαίμονες αυτοί. Μόνο το παρεκκλήσιον αυτό του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος στη Γαλίανα διασώζει ανέπαφη και ακέραια την αγιογραφία του. Τρείς ακόμη Βυζαντινοί ναοί υπάρχουν και απέχουν λίγο απ΄ τον Διπόταμον, στο χωρίον Τραχιανού (Τραϊανού) εκ των οποίων ο μέν μεσαίος μεγάλος ναός του οποίου ο νάρθηκας αλλά και ο θόλος που έχουν πέσει υποβαστάζονταν υπο τεσσάρων μαρμάρινων κιόνων με μαύρες φλέβες και εκατέρωθεν δύο παρεκκλήσια με τοιχογραφίες των αγίων, το ένα ακέραιο και το άλλο μισοερειπωμένο. Οι αγιογραφίες έχουν κανονικό φυσικό μέγεθος ενώ οι οφθαλμοί των αγίων είναι εξωρυγμένοι. Λεγόταν ότι ο μεγάλος ναός ετιμάτο επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ενώ οι δύο μικρότεροι στον Άγιο Βασίλειο και τον Άγιο Γεώργιο. Γαλίανα ή Γαλίαινα Τραπεζούντος Β’ Μέρος
Γαλίανα ονομαζόταν η έκταση η οποία περιλάμβανε:
1. Την δυτική πλευρά του όρους Τούφα η οποία άρχιζε από του Μιχιρτζή, ακριβώς εκεί που ενώνονταν οι δύο βραχίονες του Πυξίτη ποταμού, ο ένας ανατολικά κατερχόμενος απ’ τη Γαλίανα και ο άλλος δυτικά απ’ το Τζεβιζλούκ στο οποίο κάτω απ’ το οθωμανικό χωριό Τούφα υπάρχει το περιώνυμο γεφύρι της Τρίχας. Στην κορυφογραμμή του όρους Τούφα υπήρχαν τα ανάκτορα των τερέπεγηδων της Γαλίανας και Ματσούκας. Υπάρχει παράδοση ότι χτίστηκαν με αγγαρεία χριστιανών οι οποίοι αραδιασμένοι κάτω απ΄ το ποτάμι μέχρι πάνω στην κορυφή του όρους μετέφεραν χέρι-χέρι άμμο και πέτρες για την οικοδομή των ανακτόρων.
2. Την ανατολική πλευρά του όρους Πίλταγη ή Μούλκταγη και
3. Το μεταξύ τούτων περικλειόμενο βουνό της Κολιάχας το οποίο ξεκινά απ’ τον Διπόταμον και φτάνει μέχρι τα βόρεια της Σαντάς. Σαντά (Σάντα – Dumanlı, Gümüşhane) Ιστορία Λαογραφία Πολιτισμός. Χωριά, Τοπωνύμια, Ήθη, Έθιμα, Χοροί, Θρύλοι, Παραδόσεις, Πρόσωπα.
Από τον Διπόταμον, το Τσαγκάρ και το Πιπάτ που αναφέρθηκαν παραπάνω, προχωρώντας φτάνουμε στο Κατρούλ χωριό που κατοικούσαν πάνω από 100 οικογένειες μωαμεθανών. Ένας Τούρκος έκτιζε το σπίτι του και κατά την ανασκαφή των θεμελίων βρήκε δύο πίθους (πιθάρια) που περιείχαν κάρβουνα, στάχτη και δόντια, εξ’ ού φαίνεται ότι εκεί υπήρχαν άλλοτε ειδωλολατρικοί τάφοι. Μετά το Κατρούλ συναντάμε το χωρίον Μανδρανόη το οποίο λέγεται ότι ονομάσθηκε έτσι λόγω της χρήσης του ως μάνδρας ποιμνίων και ζώων των προυχόντων Τραπεζουντίων οι οποίοι είχαν εξοχικές επαύλεις στο Πιπάτ και στο Κατρούλ. Το Μανδρανόη κατοικούνταν από 100 και πλέον Ελληνικές οικογένειες. Είχε πλήρες δημοτικό σχολείο και ναό τιμώμενο στη μνήμη του Αγίου Νικολάου. Υπήρχε επίσης ημιερειπωμένο βυζαντινό παρεκκλήσι του Αγίου Θεοδώρου Τήρωνος αλλά και ακόμη ένα εις το Πέδ στην κορυφή του βουνού προς τιμή των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ επίσης ημιερειπωμένο. Μεταξύ Τσαγκάρ και Μανδρανόης πάνω σε ένα λόφο υπήρχε παρεκκλήσι του Αγίου Προφήτου Ηλιού στο οποίο πήγαιναν προσκυνητές απ΄τη Γαλίανα αλλά και Τούρκοι. Γύρω-γύρω απ’ το παρεκκλήσι φύτρωνε άφθονη βάτος κοινώς λεγομένη “χαλκόβατος” με μαλακά αγκάθια σαν σκληρές τρίχες η οποία παρήγαγε πολλά και χοντρά βατόμουρα. Όσοι προσκυνητές έπασχαν από ασθένειες τοποθετούσαν χαλκόβατα στο πονεμένο μέρος τους επικαλούμενοι τον Άγιο. Έβλεπε κανείς τους προσκυνητές άλλους ως στεφανωμένους με χαλκόβατα άλλους ζωσμένους και άλλους να τα έχουν τυλιγμένα στα χέρια ή τα πόδια. Απέναντι στην ανατολική πλευρά του Μίλταγη λίγο πιο πάνω απ΄ τον ποταμό φαινόταν ακέραιο και ανέπαφο παρεκκλήσιον πάνω σε βράχο που λεγόταν η “Αεσκουλίτσα” ίσως η Αγία Ακυλίνα. Προχωρώντας απ’ τη Μανδρανόη φτάνουμε στο χωρίον Μισαηλάντων. Είχε 50 περίπου Ελληνικές οικογένειες οι άνδρες των οποίων εμπορεύονταν στην Τραπεζούντα. Το Μισαηλάντων είναι η πατρίδα του πρώτου Μητροπολίτη Ροδοπόλεως αειμνήστου Γενναδίου Μισαηλίδου με αρχιερατεία στη Ροδόπολη Πόντου απ’ το 1863 ως το 1867. Στο Μισαηλάντων είχε περικαλλή ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και δημοτικό σχολείο και βυζαντινό παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου ημιερειπωμένου στα όρια του χωρίου Χαρτοματζάντων. Απ’ του Μισαηλάντων και σε απόσταση μισής ώρας πεζοπορίας διερχόμενοι τον “Παλιαλόν” (παλιά αλώνια) φτάνουμε στο χωρίον Ζαβρία ή μάλλον Ζεβρία, διότι παλιότερα υπήρχαν εκεί Αρμένιοι τους οποίους οι Έλληνες ονόμαζαν ζεβρούς (αριστερούς). Είχε κάποτε 40 Ελληνικές οικογένειες. Δημοτικά Τραγούδια Γαλίανας Πόντου Άμπελοι (Μακές) Νιγρίτας. Πάνω απ’ το Μισαηλάντων και της Ζαβρίας βρίσκεται το οροπέδιον Πυργή όπου υπήρχαν οικήματα των κατοίκων Μισαηλάντων και χρησίμευαν ως πρώτος εαρινός σταθμός (μεζιρέ) των αγελάδων, όπου μετά της αποχώρηση τους στα ψηλότερα μέρη κατά τα τέλη Μαϊου το χόρτο ηύξανε άφθονο και το οποίο θέριζαν και αποθήκευαν ως χειμερινή τροφή των ζώων. Εκεί είχε οίκημα και λιβάδια και η Ιερά Μονή Περιστερά και από κει διερχόταν επι Κομνηνών η οδός από Τραπεζούντα εις Παϊπούρτη αλλά και την ενδοχώρα. Το οροπέδιον τούτου κάποιοι έλεγαν ότι καλείται Πύρ-γή, διότι κάποτε ήταν ηφαίστειο. Εμείς όμως ουδεμίαν ενέργειαν του ηφαιστείου ακούσαμε από του παλαιότερους μας. Πάνω στο οροπέδιο υπάρχει ένα κυκλικό βαθύ μέρος έκτασης περίπου ενός χιλιομέτρου με 10 ως 12 μέτρα βάθος μέσα και κάτω απ’ την επιφάνεια της γης. Άλλοτε ήταν λίμνη την οποία αποξήραναν οι πατέρες της Μονής Περιστερά κι είχε λιγάκι νερό μόνο προς τις άκρες τις όπου και βούλιαζαν τα ανυποψίαστα ζώα πηγαίνοντας για βοσκή επειδή υπήρχε άφθονο χόρτο. Είχε το όνομα: “Του Δράκ το λιμνίν” και ισχυρίζονταν ότι κάποτε ήταν κρατήρας ηφαιστείου. Κατά το έτος 1905-1906 μέρα μεσημέρι και ενώ οι κάτοικοι των γύρω χωριών δεν αισθάνθηκαν κανένα σεισμό, λίγο πιο κάτω απ’ το Πυργή αποσπάστηκαν πελώριοι βράχοι κινούμενοι κάτω προς τις πλαγιές του όρους δημιουργώντας φοβερό πάταγο και από την τοποθεσία Ζεφοτόν κατέρρευσε ολόκληρο δάσος έκτασης τριών στρεμμάτων κι έφτασε μέχρι την περιοχή της Ζαβρίας όπου και σταμάτησε. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ονομάζεται Πυργή το συγκεκριμένο όρος μάλλον διότι υπήρχαν εκεί πύργοι για να κατασκοπεύονται τα πέριξ. Απ’ το σημείο εκείνο φαίνεται η θάλασσα της Τραπεζούντας και σε ευρεία ακτίνα τα πέριξ όρη. Από κει φαίνονται και ίχνη ερειπίων στην κορυφή που καλείται “Φλιβερού” ενώ σε άλλη απότομη κορυφή υπάρχει παρεκκλήσι πρόχειρα στημένο χωρίς στέγη προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου Παύλου χωρίς να φαίνονται ίχνη άλλου αρχαίου κτιρίου. Του Αη Γιώργη – Καλλιτεχνικός Χορευτικός Όμιλος “Πύρριχος”. Μετά τη Ζαβρία έρχεται το χωρίον Αρμενού το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή οι πρώτοι κάτοικοι του ήσαν Αρμένιοι κατελθόντες εξ’ Αργυρουπόλεως οι οποίοι αργότερα έφυγαν. Το Αρμενού είχε πάνω από 100 Ελληνικές οικογένειες κι ένα ωραίο και ευρύχωρο κτίριο ως δημοτικό σχολείο με γραφεία και κατοικίες για τους δασκάλους το οποίο ανήγειρε με ίδιες δαπάνες ο εκ του χωρίου Αρμενού καταγόμενος Γρηγόριος Πανίδης, ηγούμενος της Μονής Περιστερά. Είχε νεόκτιστη εκκλησία (ναό) στο όνομα του Αγίου Γεωργίου και παραπλεύρως ημιερειπωμένο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Το Αρμενού είχε λιβάδια (παρχάρια) στο Χαλκόλιθον και στο Τζουμαχωτόν όπου φαίνονταν και τα στόμια μεταλλείων. Προχωρώντας από του Αρμενού συναντάμε στο βάθος κοντά στο ποτάμι το Ελληνικό χωριό Σεϊτανάντων το οποίο είχε 50 οικογένειες, ναό της Γεννήσεως του Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστού, δημοτικό σχολείο και βυζαντινό ημιερειπωμένο παρεκκλήσι του Αγίου Ακινδύνου. Σε μικρή απόσταση απ΄ του Σεϊτανάντων βρίσκεται το Γεφύρ λεγόμενον, ήτοι σταθμός των καραβανιών που ακολουθούσαν το σύντομο εαρινό εκ Διποτάμου δρόμο προς την Παϊπούρτη και τα λοιπά εσωτερικά μέρη, ενώ υπήρχαν χάνια και καταστήματα εκατέρωθεν του ποταμού. Γεωγραφικό Λεξικόν Χαλδίας 18ο : Σεϊτανάντων, Σελίν Δερέ, Σεϊχ τ’ ορμίν ή Σίχτορμιν Στο Γεφύρ υπήρχε η αστική σχολή της Γαλίανας την οποία ίδρυσαν οι αείμνηστοι Γρηγόριος Παντελίδης ηγούμενος της Μονής του Περιστερά (ο οποίος εκοιμήθη εν Τούμπα Θεσσαλονίκης) και ο Αρχιμανδρίτης Θεοδόσιος Παντελίδης. Προχωρώντας απ’ το Γεφύρι συναντούμε το χωρίον Κοτύλια̤ το οποίο είχε περίπου 50 Ελληνικές οικογένειες , ναό και δημοτικό σχολείο. Κοτύλια Χαλδίας Πόντου, Έναν Κιμισχαναλίδικον Χωρίον. Μετά τα Κοτύλια̤ ακολουθεί το χωρίον Λειβάδια̤ επίσης Ελληνικόν στο οποίο κατοικούσαν περί τις 150 οικογένειες. Είχε ναό της Γέννησης του Χριστού και βυζαντινά παρεκκλήσια και δημοτικό σχολείο. Τα Λιβάδια̤ είναι το τελευταίο χωρίο της Γαλίανας και μετά απ’ αυτό αρχίζει δασώδης έκταση ως επί το πλείστον από κλήθρα (παρυδάτιον δέντρον συγγενές της Βελανιδιάς) εκ των οποίων οι κάτοικοι κατασκεύαζαν ξύλινους πίνακες, σκάφες για ζύμωμα και πλύσιμο, ξύλινα κουτάλια, ενώ από άλλα δέντρα όπως από τον πυξόν (τσιμτσίρι) κατασκεύαζαν δοκούς, λικμηστήρια, φτυάρια κτλ. Εκεί στο βάθος του δάσους υπήρχε η Σαϊνκαγια, το καταφύγιο των ανταρτών της Γαλίανας και η Νικάχολα όπου κατασκευάζονταν όλα τα παραπάνω εργαλεία και πινάκια. Σχετικό τοπικό άσμα αναφέρει: “΄κ̌ι’ ξέρτς κυρά μ’ ‘κ̌ί’ ξέρτς κυρά μ’ τον άντραν τιναν είχα!, εβγαίνεν στην Νικάχολαν εχτίζνεν λεγμερέρα̤, και απάν’ ΄ς σα λεγμετέρα̤ εταντάνιζεν τον γέρον”. Οι κάτοικοι των Λειβαδίων έχοντας επικεφαλής τους τον μακαρίτη Ιωάννη Δοξόπουλο ο οποίος ωφέλησε όχι μόνο το χωρίον αλλά και γενικά τη Γαλίανα στις αποφράδες ημέρες, εγκαταστάθηκαν στο Μέγα Ρεύμα κοντά στη Νάουσα όπου διακρίθηκαν για την φιλοπονία και προοδευτικότητα τους. Πάνω απ τα Κοτύλια̤ και τα Λειβάδια̤ βρίσκεται το Κανλή-ποάρ (ματωμένη βρύση) όπου υπάρχουν χάνια για τα καραβάνια που οδεύουν προς την Παϊπούρτη. Σύμφωνα με την παράδοση πέντε αδερφοί δροσίστηκαν με το κατάψυχρο ύδωρ της πηγής κι έπειτα αναπαύθηκαν. Ήρθαν όμως σε ρήξη και αλληλοεξοντώθηκαν. Έτσι έλαβε η πηγή το όνομα ματωμένη βρύση. Κατ’ άλλους επειδή το νερό ήταν παγωμένο καθώς έβγαινε απ’ την πηγή πολλοί διαβάτες που ανέβαιναν προς τα παρχάρια για θεραπεία ενώ έπασχαν από διάφορα νοσήματα πίνοντες ιδρωμένοι το νερό κατελαμβάνοντο από κρίση και απέθαναν. Το Κανλή-ποάρ είναι μια εκτεταμένη πεδιάδα η οποία ανήκει σε όλα τα χωριά της Γαλίανας, ελληνικά και τουρκικά. Την 29η Αυγούστου εκάστου έτους μαζεύονταν όλοι οι μουχτάρηδες των χωριών και αποφάσιζαν να μοιραστεί σε κάθε χωριό έδαφος για θερισμό χόρτου ανάλογα με τον αριθμό των αγελάδων που κατείχαν ή να κατεβούν απ’ τα παρχάρια όλες οι αγελάδες όλων των χωρίων και να βόσκουν το χόρτο επι 10 ή 15 ημέρες. Πάνω απ’ το Κανλή-ποάρ υψώνεται απότομο και απόκρημνο όρος με το όνομα Γελέφ του οποίου οι ογκώδεις βράχοι περικλείουν σιδηροπυρίτη. Υπάρχει μάλιστα και μια έκταση περίπου δύο στρεμμάτων όπου ουδέποτε φυτρώνει χόρτο. Το μέταλλο φαινόταν ακόμα και στην επιφάνεια της γης και μπορούσε κανείς να σπάσει τις πέτρες και να λάβει μικρά τεμάχια εξ’ αυτού. Στο δρόμο που πηγαίνει στο Γελέφ το οποίο χρησίμευε ως παρχάρι του χωρίου Μισαηλάντων και τινών οικογενειών εκ Κοτυλίων και Λειβαδίων φαινόταν πάνω σε πετρώδη γη αποτύπωμα 4 ποδών βαδίζοντος αλόγου σε μέρος όπου φαίνεται στο βάθος η μονή Περιστερά, ως ιππεύς επί ογκώδους βράχου. Αναφέρει η παράδοση ότι κάποτε ενέσκηψε πανώλη στη Γαλίανα και στα πέριξ η οποία προξένησε μέγιστη θραύση. Ειδοποιήθηκαν όλοι οι κάτοικοι από την Μονή του Περιστερά να δέονται ορισμένη ημέρα και ώρα είτε ομαδικώς είτε κατά μόνας εις της Υπεραγία Θεοτόκο και τον Άγιον Γεώργιον για να τους σώσει από το φοβερό θανατικό. Μια ημέρα ένας βοσκός έβοσκε τα πρόβατα του σ’ εκείνο το μέρος. Ξαφνικά βλέπει καβαλάρη ερχόμενον με βία πάνω στο άσπρο άλογο του ο οποίος και στάθηκε εμπρός του. Με έκπληξη του ο βοσκός είδε ότι τα μπροστινά πόδια του αλόγου βυθίστηκαν στο πετρώδες έδαφος σαν να ήταν πηλός αλλά και τα πίσω πόδια φάνηκαν ομοίως βυθισμένα στο πετρώδες έδαφος. Ο καβαλάρης τον ρώτησε : Πόσοι καλόγηροι έμειναν στη μονή ; Τρείς απάντησε εκείνος και του ήρθε η ιδέα ότι ο καβαλάρης αυτός είναι ο Άγιος Γεώργιος. Τον είδε τον Άγιο να πετά από κείνο το μέρος στο βάθος και στάθηκε στην εξώπορτα της μονής. Ακούστηκε τότε μια φοβερή φωνή και έκτοτε έπαυσε η πανώλη από την Γαλίανα και από τη Μονή. Ο βοσκός είδε τα αποτυπώματα των ποδών του αλόγου στην πέτρα και από τότε ο τόπος ονομάστηκε “Ταγεργή τα πόδας” (τα πόδια τ’ Αι-Γιώργη). Συνήθιζαν όσοι έπασχαν από τα πόδια τους να αλείφονται σκόνη μέσα απ’ τα αποτυπώματα αυτά. Μέσα στην πεδιάδα του Κανλή-ποάρ υπάρχει ένα μέρος ονομαζόμενον “Τη πολέμας το ρακάν” (το βουνό του πολέμου) όπου ως φαίνεται είχε γίνει κάποτε πόλεμος άγνωστον όμως πότε και με ποίους. Από το Κανλή-ποάρ η οδός προς την Παϊπούρτη (ημιονική) ανεβαίνει οφιοειδώς την απότομη πλευρά του όρους Γελέφ (Καπάν) και προχωρά προς τα παρχάρια παράλληλα με την κορυφογραμμή του όρους φτάνει εις τα Αμπάρια̤ και από κεί εις το Κιμισλή, όπου κείται ύπερθεν της Σάντας και είναι το τελευταίο σύνορο της Γαλίανας με την Σάνταν. Το Κιμισλή είχε χάνια για τα καραβάνια τα οδεύονται προς Παϊπούρτη, βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος και εκεί παραθέριζαν οι πάσχοντες από διάφορα νοσήματα Γαλιανίται και άλλοι διότι είχε υγιέστατον κλίμα.
Παρχάρια της Γαλίανας ήσαν:
Το Γελέφ, το Βιντσ̌αστόν, το Ζεμπερέκ όπου βρίσκονται άφθονα καμινεύματα μεταλλείων, το Αρκολίμν’ όπου βρίσκεται μικρή λίμνη στην οποία έβαζαν νήματα μάλλινα ή βαμβακερά και μετά από μία εβδομάδα τα έπαιρναν πίσω κατάμαυρα με ανεξίτηλο χρώμα, τα Αμπάρια, τα Κέτσ̌α̤ και άλλα. Στην δυτική πλευρά του όρους της μονής Περιστερά – Πύργου Γελέφ βρίσκεται μόνο του ένα χωριό με το όνομα Κολάχα. Εκεί είχε εύφορα χωράφια η μονή Περιστερά και μετόχι με παρεκκλήσι στο Γεννέσιο της Θεοτόκου. Από κει αρχίζει το δάσος της μονής με πελώριες οξυές με περίμετρο κορμού στα 2-3 μέτρα και ύψος άνω των 30 μέτρων. Κάτω απ τη Μονή φύεται άφθονος πύξος (τσ̌ιμτζίρ’) εξ’ ου και ο ποταμός κλήθηκε (ονομάστηκε) Πυξίτης. Εκ του δέντρου πύξος κατασκεύαζαν ωραία κοχλιάρια. Η μονή είναι κτισμένη πάνω σε πελώριο βράχο ενώ στην άλλη πλευρά του όρους βρίσκεται το Αιγιδογόμ‘ με το πλούσιο χόρτο των λιβαδιών του. Στην αντίπερα της μονής πλευράν του όρους Μούλκ-ταγί βρίσκεται το χωρίον Κουσ̌τιλάντων οι κάτοικοι του οποίου μιλούσαν την γλώσσα των πτηνών. Λέγεται ότι στο χωρίο αυτό άλλοτε συνήθιζαν να ομιλούν ένα ιδίωμα γλώσσας μιμούμενο το κελάηδημα των πτηνών προσθέτοντας σε κάθε συλλαβή των λέξεων παρείσακτον συλλαβήν “τσέ”. Για παράδειγμα για να πούν “έλα” έλεγαν “έ-τσε- λά –τσε” ή να για πούν “λέγε” έλεγαν “λε-τσε – γε-τσε” κι αυτό συνέβαινε για να μη γίνονται αντιληπτοί από τους τούρκους οι οποίοι μιλούσαν επίσης την ελληνικήν. Το Κουσ̌τιλάντων είχε περίπου 60 ελληνικές οικογένειες διεσπαρμένες αλλά και 15 τουρκικές, είχε επίσης ναό αφιερωμένο στον Άγιο Χριστοφόρο και δημοτικό σχολείο. Απ’ το Κουσ̌τιλάντων επιστρέφουμε και πάλι στον Διπόταμον και ακολουθούμε τη δυτική πλευρά του όρους Τούφα, η κορυφογραμμή του οποίου φέρει τις ονομασίες: Ράχος, Γουδούλ, Μανόη (Σουρμάνοη). Στην κορυφή του όρους Τούφα συναντάμε το χωρίον Κουταλά με 80 περίπου ελληνικές οικογένειες, ναό, δημοτικό σχολείο και μέσα σε ένα βράχο βυζαντινό παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Γεωργίου κα του Αγίου Δημητρίου. Σε μικρή απόσταση απ’ του Κουταλά υπήρχε το χωρίον Δεμιρτζάντων που είχε ναό του Αγίου Γρηγορίου και ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων Τήρωνος και Στρατηλάτου αλλά και παρεκκλήσι στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Υπήρχαν ακόμα και τα χωρία Παροτάντων και Τζιναλάντων. Πάνω απ’ αυτά βρίσκονται αρχαία ερείπια καλούμενα “Καστέλλος” όπου φαίνεται άλλοτε υπήρχε φρούριον. Πάνω απ’ το Καστέλλος βρίσκεται το χωρίον Μεσοχώρ’ έχον περι τας 80 οθωμανικάς οικίας, ήταν το κέντρο της Γαλίανας όπου κατοικούσαν οι αγάδες του τόπου, οι οποίοι ήδη και στα τελευταία προ του ξεριζωμού χρόνια καλούσαν τους χριστιανούς σε αγγαρείες αλλά με τρόπο φιλικό και έλυνα τις μικροδιαφορές μεταξύ του λαού. Στο Μεσοχώρ’ υπάρχει βυζαντινό παρεκκλήσι ερειπωμένο διασώζων όμως αγιογραφίες το οποίο οι Τούρκοι διετήρησαν ανέπαφο. Συναφές με το Μεσοχώρ’ είναι και το χωρίον Ξυλάπα̤ με 20 ανάμεικτες οικογένειες χριστιανών και τούρκων και επίσης με παρεκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονος. Μετά την Ξυλάπα̤ είναι η Βάλαινα η οποία είχε περίπου 100 Ελληνικές οικογένειες, ναό στο όνομα του Αγίου Ιωάννη και δημοτικό σχολείο. Η άνωθεν του χωρίου Βάλαινα απότομη και ψηλή κορυφογραμμή ονομάζεται Γουδούλ’ όπου υπάρχουν πολλά παλιά ερείπια, ίσως αλλοτινό φρούριο (Tου Γουδουλά ο Κάστρον). Άννα Δαβίδ Κομνηνή – Τη Γουδουλάς ο Κάστρεν Κάτωθεν της Βάλαινας υπάρχει το χωρίον Τσουπανού το οποίο είχε 60 περίπου Ελληνικές οικογένειες, ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και δημοτικό σχολείο. Εδώ τελειώνουν τα χωρία της Γαλίανας. Οι κάτοικοι της Γαλίανας λόγω της στενότητος του τόπου, ταξίδευαν στη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη, εργάζονταν στην Τραπεζούντα ή διαμένοντες εκεί μονίμως ησχολούντο με την γεωργία και κτηνοτροφία ζώντας μετά δυσκολίας.
Ιστορία, Γεωγραφία και Θρησκευτικό συναίσθημα στην Γαλίανα της Ματσούκας του νομού Τραπεζούντας του Πόντου. Πόνημα Ιερέως Δ. Μισαηλίδου.
Πηγές – βοηθήματα:
1. Ποντιακή Εστία τεύχος 7ον &10ον Αθήναι 1950
2. Σάββα Ιωαννίδη “Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος” (1870)
3. Επίτομον λεξικόν της αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Π.Χ. Δορμπαράκη
4. Αγιολόγιον της Ορθοδοξίας Χρήστου Δ. Τσολακίδη
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com
Ιστορία - Πολιτισμός
6 Δεκεμβρίου: Εορτάζει ο Άγιος Νικόλαος, Επίσκοπος Μύρων, Προστάτης των Ναυτικών
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους και έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 – 304 μ.Χ.), Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.) και Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Αλλά ο Νικόλαος, εμπνεόμενος από φιλάνθρωπα συναισθήματα, διέθετε την περιουσία του για να ανακουφίζει άπορα, ορφανά, φτωχούς, χήρες, στενοχωρημένους οικογενειάρχες. Ένας μάλιστα, θα διέφθειρε τις τρεις κόρες του, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, μυστικά σε τρεις νύκτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά φλουριά στην κάθε μία. Έτσι, οι τρεις κόρες αποκαταστάθηκαν και γλίτωσαν από βέβαιη διαφθορά.
Στην συνέχεια αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο, λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του τιμήθηκε, χωρίς να το επιδιώξει, αρχικά με το αξίωμα του Ιερέα στα Πάταρα και συνέχεια με το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων. Από τη θέση αυτή καθοδηγούσε με αγάπη το ποίμνιό του και ομολογούσε με παρρησία την αλήθεια. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τους τοπικούς άρχοντες και ρίχτηκε στη φυλακή.
Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, όπου ξεχώρισε για τη σοφία και την ηθική του τελειότητα.
Ο Άγιος Νικόλαος ήταν προικισμένος και με το χάρισμα της θαυματουργίας με το οποίο έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του το 330 μ.Χ. Για παράδειγμα όταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος στη θάλασσα – λόγω σφοδρών ανέμων – και επικαλέστηκε το όνομα του αγίου σώθηκε και μάλιστα ενώ βρισκόταν στη μέση του πελάγους βρέθηκε αβλαβής στο σπίτι του. Το θαύμα έγινε αμέσως γνωστό στην Πόλη και ο λαός προσήλθε αμέσως σε λιτανεία και αγρυπνία προκειμένου να τιμήσει το θαυματουργό Άγιο.
Περί των Ιερών Λειψάνων του Αγίου
Ο τάφος του Αγίου Νικολάου στη Βασιλική του Μπάρι, ανοίχθηκε αναγκαστικά το 1953 μ.Χ., κατά την διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών, την νύκτα της 5ης προς 6ης Μαΐου. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε επιτροπή από τον Πάπα, με Πρόεδρο τον τότε Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο του Μπάρι Ερρίκο Νικόδημο, στην οποία ανατέθηκε η κανονική αναγνώριση των λειψάνων του τάφου. Παράλληλα ο αναγνωριστικός έλεγχος και η καταμέτρηση των οστών ανατέθηκε στον Καθηγητή της Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι Λουΐτζι Μαρτίνο και τον βοηθό του Γιατρό Αλφρέντο Ρουγγίερι.
Τα Λείψανα μέσα στη λάρνακα έπλεαν σέ ένα διαυγές, άχρωμο και άοσμο υγρό, το οποίο είχε βάθος τρία περίπου εκατοστά. Η εξέταση του υγρού αυτού από τα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Μπάρι απέδειξε, ότι επρόκειτο για καθαρό νερό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς! Η έρευνα απέδειξε, ότι το υγρό αυτό προήρχετο από τις μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστέων!
Η τρίτη ιστορικά ανακομιδή έγινε την νύκτα της 7ης προς 8ης Μαΐου 1957 μ.Χ., με σκοπό νέα αναγνώριση, καταμέτρηση, ανατομική και ανθρωπολογική μελέτη, πριν την οριστική κατάθεση στην λάρνακα, μετά το πέρας των αναστηλωτικών εργασιών. Στην ιατρική ομάδα συμμετείχε την φορά αυτή και ο Γιατρός Λουΐτζι Βενέζια. Τα αποτελέσματα της ανθρωπολογικής εξετάσεως των Ιερών Λειψάνων υπήρξαν εντυπωσιακά. Διαπιστώθηκε, ότι ανήκαν σέ ένα και το αυτό άτομο και μάλιστα σε άνδρα που είχε ύψος 1.67 περίπου, τρεφόταν κυρίως με φυτικά προϊόντα και πέθανε σε ηλικία μεγαλύτερη των 70 ετών. Το άτομο αυτό ανήκε στην λευκή Ινδοευρωπαϊκή φυλή.
Η κατάσταση ορισμένων οστών έδειξε ακόμη, ότι το άτομο στο οποίο ανήκαν, πρέπει να είχε υποφέρει πολύ κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, που του άφησαν σημάδια στην υπόλοιπη ζωή του. Η αγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα και η διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση, πρέπει να κληρονομήθηκαν από κάποια υγρή φυλακή, όπου πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία.
Η ιχνογραφική ανάπλαση του προσώπου, με την μέθοδο της υπερσκελετικής αναπλάσεως των μαλακών μερών της κεφαλής, απέδωσε επίσης θεαματικά αποτελέσματα. Τα σχετικά ιχνογραφήματα που δημοσίευσε ο Καθηγητής Μαρτίνο, βρίσκονται σε συμφωνία με τις παλαιότερες απεικονίσεις του Αγίου, εκείνη της Αγίας Μαρίας της Πρώτης (στη Ρώμη, 8ος ή 9ος αιώνας μ.Χ.) και αυτή του Παρεκκλησίου του Αγίου Ισιδώρου, στον Ναό του Αγίου Μάρκου (στη Βενετία, ψηφιδωτό του 12ου αιώνα μ.Χ.).
Δηλαδή, με τις εξετάσεις των Λειψάνων του Αγίου Νικολάου, πιστοποιήθηκε η γνησιότητά τους, αποδείχθηκε επιστημονικά η μυροβλυσία του και επίσης ότι η πάροδος του χρόνου δεν άμβλυνε την μνήμη των βασικών χαρακτηριστικών της μορφής του, όπως τα διέσωσε η Ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση (πρόσωπο ασκητικό, ευγενικό, με αρμονικές αναλογίες, υψηλό και πλατύ μέτωπο, μεγάλα μάτια – ελαφρά βαθουλωτά – έντονα ζυγωματικά, φαλάκρα). (Βλ. Αντ. Μάρκου, «Τα Λείψανα του Αγ. Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας και οι ιστορικές τους περιπέτειες»· Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας, φ. 44/1994, σελ. 98 – 106· αγγλική έκδοση από το Κέντρο Παραδοσιακών Ορθοδόξων Σπουδών Έτνας Καλιφορνίας, 1994).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργὸς ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γὰρ Ὅσιε, τὸ Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ λαοῦ σου, ἔσωσας τοὺς ἀθώους…
Ιστορία - Πολιτισμός
Το γαμήλιο ποντιακό γλέντι που βάφτηκε με αίμα από τις εγγλέζικες βόμβες!
Η νύχτα της Κυριακής 5 Δεκεμβρίου 1943 κέρδισε μια θέση στην ελληνική ιστορία για αυτόν ακριβώς το λόγο: Βάφτηκε με αίμα αθώων πολιτών στα προσφυγικά της Θεσσαλονίκης που βομβαρδίστηκαν ανηλεώς με εγγλέζικες βόμβες.
Η Θεσσαλονίκη την περίοδο της Κατοχής «χόρτασε» από βομβαρδισμούς και ο πόνος περίσσεψε στις οικογένειες που θρήνησαν δικούς τους ανθρώπους. Η πόλη αποτέλεσε στόχο όχι μόνο για τους Γερμανούς αλλά και τους συμμάχους που προσπαθούσαν να πλήξουν τις γραμμές των εχθρών. Συχνά όμως οι Σύμμαχοί μας έκαναν «λάθη» και αντί να αποδεκατίζουν τις γερμανικές και τις ιταλικές δυνάμεις έστελναν στον τάφο αμάχους, πολλοί από τους οποίους ήταν πρόσφυγες Πόντιοι, Μικρασιάτες και Αρμένιοι. Περιστατικά αιματοβαμμένων λαθών στην κατοχική Θεσσαλονίκη έχουν καταγραφεί από ιστορικούς και ντόπιους λογοτέχνες, που βίωσαν από πρώτο χέρι τέτοια γεγονότα ή τα άκουσαν από συγγενείς τους οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες ή και θρήνησαν αγαπημένα τους πρόσωπο.
Η νύχτα της Κυριακής 5 Δεκεμβρίου 1943 κέρδισε μια θέση στην ελληνική ιστορία για αυτόν ακριβώς το λόγο: Βάφτηκε με αίμα αθώων πολιτών στα προσφυγικά της Θεσσαλονίκης που βομβαρδίστηκαν ανηλεώς με εγγλέζικες βόμβες.
Η μεγαλύτερη τραγωδία καταγράφηκε στις Συκιές όπου αρκετοί πέθαναν στα κρεβάτια τους, άλλοι ενώ προσπαθούσαν να βγουν από τις παράγκες και να τρέξουν και ορισμένοι ενώ γλεντούσαν σ’ έναν ποντιακό γάμο σε ταβέρνα της περιοχής. Για τον βομβαρδισμό αυτό είχε γράψει με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Ψυχή μπλέ και κόκκινη (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) ο λογοτέχνης, ποιητής, πεζογράφος και πρώην στρατιωτικός γιατρός Περικλής Σφυρίδης.
-
Γενικά θέματα2 μήνες πριν
Τί είναι αυτά τα μυστηριώδη φωτεινά στίγμα στον ουρανό της Κύπρου;
-
Διεθνή2 μήνες πριν
Ανατριχιαστικές εικόνες με τον νεκρό ηγέτη της Χαμάς (ΦΩΤΟ)
-
Αναλύσεις1 μήνα πριν
Η Αθήνα παραδίδει τη Θράκη
-
Αθλητικά1 μήνα πριν
Δεν πούλησε οπαδισμό! Δεν έπαιξε σε τουρκική ομάδα που θα τον απογείωνε οικονομικά – Αντώνης Φώτσης: Ο καλύτερος Έλληνας καλαθοσφαιριστής… ever
-
Video2 μήνες πριν
Ισραήλ: Αν χτυπήσει πυρηνικά, αρχίζει η καταστροφή
-
Άμυνα2 μήνες πριν
Έτοιμος σε 3 χρόνια ο ελληνικός Σιδερένιος Θόλος! Πόσο θα κοστίσει;
-
Διεθνή2 εβδομάδες πριν
Οι Ουκρανοί ακολουθούν το… δόγμα Μπάιντεν! Χτύπησαν με ATACMS τη Ρωσία – Οδηγούμαστε σε πυρηνικό ολοκαύτωμα;
-
Άμυνα2 μήνες πριν
Έτοιμη η «πρώτη» Belharra