Ακολουθήστε μας

Διεθνή

Γιατί ο Πούτιν θα απορρίψει την πρόταση των ΗΠΑ για την Ουκρανία

Το Κρεμλίνο συνεχίζει να επιμένει στις μέγιστες απαιτήσεις και δεν βλέπει κανένα λόγο να κάνει παραχωρήσεις.

Δημοσιεύτηκε στις

Το Κρεμλίνο αντέδρασε σχεδόν αδιάφορα στην ιδέα μιας εκεχειρίας 30 ημερών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, με βάση τη συμφωνία της Τζέντα. «Είναι αμφίβολο εάν η Μόσχα θα αποδεχθεί το αμερικανικό σχέδιο κατάπαυσης του πυρός», λένε στη Ναυτεμπορική, Ευρωπαίοι διπλωμάτες, που έχουν θητεύσει στο παρελθόν στη ρωσική πρωτεύουσα.

«Η Ουκρανία είναι πλέον πρόθυμη να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός, μόνο από θέση αδυναμίας. Στο μέτωπο τα ρωσικά στρατεύματα συνεχίζουν να προελαύνουν στην ανατολική Ουκρανία. Σήμερα ανακατέλαβαν επίσης την Σούτζα, την πιο σημαντική πόλη στη ρωσική περιοχή του Κουρσκ, που είχε πέσει στα χέρια των Ουκρανικών δυνάμεων τον περασμένο Αύγουστο, κατά την αιφνιδιαστική τους αντεπίθεση», τονίζουν οι ίδιες πηγές στη «Ν».

Στο πλαίσιο αυτό, ο εκπρόσωπος του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ, έκανε λόγο για μια «θετική δυναμική» για τη Μόσχα. Πρόσθεσε βέβαια ότι το Κρεμλίνο αναμένει λεπτομερέστερες πληροφορίες για την πρόταση των ΗΠΑ. «Η Μόσχα δεν θα σχολιάσει εκ των προτέρων τις προτάσεις της Τζέντα», είπε ο Πεσκόφ.

Το κλίμα αυτό φάνηκε άλλωστε από το πρωί, στις δηλώσεις της εκπροσώπου του Ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα: «Η Ρωσική Ομοσπονδία δεν καθορίζει της θέση στο εξωτερικό ως αποτέλεσμα ορισμένων συμφωνιών ή προσπαθειών ορισμένων μερών. Ο καθορισμός της θέσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας γίνεται εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας», είπε ορθά-κοφτά η Ζαχάροβα.

Κανένα σήμα υποχώρησης

Η Μόσχα δεν είχε αφήσει προηγουμένως καμία ένδειξη πώς σκοπεύει να υποχωρήσει. Το Κρεμλίνο συνεχίζει να επιμένει στις μέγιστες απαιτήσεις και δεν βλέπει κανένα λόγο να κάνει παραχωρήσεις. Εκτός από τα εδάφη που έχουν ήδη κατακτηθεί, η Μόσχα διεκδικεί και άλλες περιοχές στην Ουκρανία. Αλλά κυρίως, ζητά μια αλλαγή στην αρχιτεκτονική ασφάλεια της Ευρώπης. Μια «αρχιτεκτονική» που θα εγγυάται διαρκώς την ασφάλειά της, ενδεχομένως μέσα από μια διεθνή διάσκεψη, όπως το 1975, με την Τελική Πράξη του Ελσίνσκι.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ είχε επαναλάβει επίσης, χθες ότι η Ρωσία ότι δεν θα αποδεχτεί την παρουσία δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, σε περίπτωση διαρκούς ειρηνευτικής διευθέτησης. Αλλά μόνο από χώρες του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου.

«Η κατάπαυση του πυρός σαφώς δεν είναι αυτό που χρειάζεται τώρα η Ρωσία,», έγραψε στο Telegram ο υπερεθνικιστής φιλόσοφος και πολιτικός Αλεξάντερ Ντούγκιν. «Ο Πούτιν δεν θα δεχτεί κατάπαυση του πυρός, όπως έχει ξεκαθαρίσει πολλές φορές η Ρωσία, χωρίς να συζητηθούν οι προϋποθέσεις για μια διαρκή ειρήνη», υποστήριξε ο Ντούγκιν.

Σύμφωνα με το Bloomberg, ο Ντούγκιν είναι καλά συνδεδεμένος με το Κρεμλίνο και έχει μεγάλη επιρροή στους σκληροπυρηνικούς στη Μόσχα, των οποίων οι θέσεις έχουν μεγάλη σημασία για τον ίδιο τον Πούτιν.

Το νέο τηλεφώνημα

Πολλά θα κριθούν πάντως στο νέο τηλεφώνημα που θα γίνει σύντομα, ανάμεσα στον πρόεδρο Πούτιν και τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Ντμίτρι Πεσκόφ δεν απέκλεισε άλλωστε να ακολουθήσει «μια τηλεφωνική συνομιλία στο υψηλότερο επίπεδο». Πρόσθεσε μάλιστα πώς «αν προκύψει τέτοια ανάγκη, θα οργανωθεί πολύ γρήγορα. Τα υπάρχοντα κανάλια διαλόγου με τους Αμερικανούς το καθιστούν δυνατό σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα».

Ηδη, οι επικεφαλής των Υπηρεσιών Πληροφοριών ΗΠΑ-Ρωσίας προσπαθούν αυτή τη στιγμή να αποκαταστήσουν τους διαύλους επικοινωνίας. Όπως μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Tass, «υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του αρχηγού της CIA Τζον Ράτκλιφ και του επικεφαλής της ρωσικής υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών, Σεργκέι Ναρίσκιν, όπου συμφωνήθηκε να υπάρχει «τακτική επαφή» για τη μείωση των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών. Σύμφωνα με το Tass, οι εντατικές συνομιλίες μεταξύ Ράτκλιφ και Ναρίσκιν έχουν σκοπό να συμβάλουν στη «διεθνή σταθερότητα και ασφάλεια, καθώς και στη μείωση της αντιπαράθεσης στις σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον».

Αρση των κυρώσεων

Ο Γερμανός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο της Βόννης, Αντρέας Χάινεμαν-Γκρίντερ, εκτιμά πάντως ότι η Μόσχα θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο και θα επιχειρήσει να βάλει στο τραπέζι την άρση ή την χαλάρωση των δυτικών κυρώσεων. «Οι Ρώσοι θα περιμένουν να δουν τι τους προσφέρουν οι Αμερικανοί ως αντάλλαγμα για να συμφωνήσουν σε κατάπαυση του πυρός. Για παράδειγμα, αν θα αρθούν οι κυρώσεις. Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας είναι συνολικά πολύ πιο καθοριστικές, επειδή το εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν είναι ούτως ή άλλως πολύ σημαντικό, ούτε για τους Αμερικανούς ούτε για τους Ρώσους».

Το Κρεμλίνο γνωρίζει άλλωστε ότι ο Τραμπ θέλει να βγάλει αυτόν τον πόλεμο από την αμερικανική ατζέντα και μετά να περάσει την μπάλα στους Ευρωπαίους.

Το status quo είναι κατοχυρωμένο

«Ένα πράγμα είναι σαφές», τονίζει ο Γερμανός καθηγητής. «Η Ουκρανία δεν θα πάρει πίσω όλα τα εδάφη της. Το status quo είναι κατοχυρωμένο. Αλλά το Κίεβο θέλει εγγυήσεις ασφαλείας, και αυτό μου φαίνεται ότι είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Ποιος είναι διατεθειμένος να παρέχει ισχυρές εγγυήσεις; Οι Αμερικανοί έχουν ήδη πει ότι δεν θα το κάνουν. Ο Ζελένσκι λέει ότι χρειάζεται 200.000 στρατιώτες. Ποιοι Ευρωπαίοι θα ήταν πρόθυμοι να παράσχουν τόσα πολλά στρατεύματα;». Όταν μάλιστα η Μόσχα το απορρίπτει κατηγορηματικά…

Διεθνή

Το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ «παγώνει» την αποπομπή του επικεφαλής της Σιν Μπετ

Το δικαστήριο θα εξετάσει τις προσφυγές που κατατέθηκαν κατά της απόλυσης του επικεφαλής της Σιν Μπετ, σύμφωνα με το AFP.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ «πάγωσε» την απόφαση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου να αποπέμψει τον επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών Σιν Μπετ.

Το δικαστήριο θα εξετάσει τις προσφυγές που κατατέθηκαν κατά της απόλυσης του επικεφαλής της Σιν Μπετ, σύμφωνα με το AFP.

Απώλεια εμπιστοσύνης

Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ ανακοίνωσε την καθαίρεση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, με εισήγηση του Νετανιάχου, ο οποίος τόνισε ότι έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του.

Σε επιστολή του στα μέλη της κυβέρνησής του, ο κ. Νετανιάχου αναφέρθηκε στην «απώλεια κάθε επαγγελματικής και προσωπικής εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον διευθυντή της υπηρεσίας», η οποία εμποδίζει «την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό να ασκήσουν αποτελεσματικά τις εξουσίες τους και καταφέρνει πλήγμα στις επιχειρησιακές δυνατότητες της υπηρεσίας και της κυβέρνησης».

Αυτή η «απώλεια της εμπιστοσύνης» εντάθηκε «κατά τη διάρκεια του πολέμου, πέραν της επιχειρησιακής αποτυχίας της 7ης Οκτωβρίου, ιδίως τους τους τελευταίους μήνες», συνεχίζει το κείμενο, αναφερόμενο στην άνευ προηγουμένου έφοδο της Χαμάς σε νότιους τομείς της ισραηλινής επικράτειας την 7η Οκτωβρίου 2023, το έναυσμα του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας.

Προσφυγή κατά της απόφασης

Ο Ρόνεν Μπαρ, που είχε διοριστεί στη θέση τον Οκτώβριο του 2021 για 5ετή θητεία, τόνισε προτού ανακοινωθεί η κυβερνητική απόφαση πως θα υπερασπιστεί τον εαυτό του στα «προσήκοντα όργανα» του κράτους.

Σε δική του επιστολή προς την κυβέρνηση, που έφεραν στο φως ισραηλινά ΜΜΕ χθες βράδυ, κρίνει πως η καθαίρεσή του, την οποία προανήγγειλε ο κ. Νετανιάχου την Κυριακή, είχε ελατήριο το «προσωπικό συμφέρον» του πρωθυπουργού και σκοπό να «εμποδίσει τις έρευνες για τα γεγονότα που οδήγησαν στην 7η Οκτωβρίου και άλλες σοβαρές υποθέσεις που εξετάζονται το τρέχον διάστημα από τη Σιν Μπετ».

Αντίδραση της αντιπολίτευσης και διαδηλώσεις

Η αναγγελία της καθαίρεσής του την Κυριακή προκάλεσε οργή στην αντιπολίτευση και πυροδότησε διαδηλώσεις εναντίον της «απειλής για τη δημοκρατία» και κατηγορίες πως ο Μπενιαμίν Νετανιάχου στην πραγματικότητα προσπαθεί να συγκεντρώσει ακόμη περισσότερες εξουσίες στα χέρια του.

Αργά χθες βράδυ, χιλιάδες άνθρωποι, αψηφώντας τη βροχή και τον άνεμο, συγκεντρώθηκαν και διαδήλωσαν μπροστά στην ιδιωτική κατοικία του Νετανιάχου στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν μπροστά στην Κνέσετ, το ισραηλινό κοινοβούλιο.

Συνέχεια ανάγνωσης

Διεθνή

Στα ύψη οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας!

Η κλίμακα και το εύρος αυτών των δαπανών υποδηλώνουν μια ευρύτερη φιλοδοξία: την οικοδόμηση ενός στρατού ικανού να προβάλλει ισχύ πέρα ​​από τις παραδοσιακές σφαίρες επιρροής του.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πρόσφατη αύξηση 7,2% του Πεκίνου στον αμυντικό προϋπολογισμό του, ξεπερνώντας την αύξηση του ΑΕΠ, συνεχίζει μια μακροχρόνια τάση στη στρατηγική τροχιά της Κίνας. Ενώ οι επίσημες αφηγήσεις χαρακτηρίζουν αυτή την επέκταση ως ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, η κλίμακα και το εύρος αυτών των δαπανών υποδηλώνουν μια ευρύτερη φιλοδοξία: την οικοδόμηση ενός στρατού ικανού να προβάλλει ισχύ πέρα ​​από τις παραδοσιακές σφαίρες επιρροής του. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) δεν εστιάζει πλέον αποκλειστικά στην Ταϊβάν ή την ασφάλεια των συνόρων, αλλά εξελίσσεται σε μια δύναμη με εκτεταμένες επιχειρησιακές δυνατότητες, σηματοδοτώντας την πρόθεση της Κίνας να διαμορφώσει τον Ινδο-Ειρηνικό και πέρα ​​από αυτήν.

Ωστόσο, πίσω από αυτά τα πρωτοσέλιδα στοιχεία κρύβεται μια πιο περίπλοκη πραγματικότητα – αυτή που εξισορροπεί τις εξωτερικές φιλοδοξίες της Κίνας με τις εσωτερικές ευπάθειες. Τα σκάνδαλα διαφθοράς, οι πολιτικές εκκαθαρίσεις και η συστημική αναποτελεσματικότητα εντός του PLA εγείρουν κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το εάν ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της Κίνας είναι πραγματικά βιώσιμος. Οι απολύσεις υψηλού προφίλ στους τομείς των πυραυλικών δυνάμεων και των αμυντικών προμηθειών εκθέτουν βαθιά ριζωμένα ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη στρατιωτική επέκταση του Πεκίνου, ακόμη και όταν ο προϋπολογισμός του αυξάνεται.

Σήματα Παγκόσμιας Φιλοδοξίας

Στο επίκεντρο της επί δεκαετίες αύξησης των αμυντικών δαπανών της Κίνας βρίσκεται το εξελισσόμενο στρατηγικό δόγμα της, το οποίο δίνει προτεραιότητα τόσο στην περιφερειακή κυριαρχία όσο και στην εξωπεριφερειακή στρατιωτική παρουσία. Η ώθηση του Xi Jinping για την οικοδόμηση ενός «στρατού παγκόσμιας κλάσης» έως το 2049 δεν είναι απλώς φιλόδοξη ρητορική, αλλά έχει χρησιμεύσει ως επιχειρησιακό σχέδιο για την παγκόσμια στρατιωτική προβολή της Κίνας. Η αύξηση του προϋπολογισμού χρηματοδοτεί άμεσα τη ναυτική επέκταση, τις προόδους της αμυντικής τεχνολογίας και μια ολοένα και πιο δυναμική στρατιωτική διπλωματία, καθεμία από τις οποίες ενισχύει την ικανότητα του Πεκίνου να ασκεί επιρροή πολύ πέρα ​​από τα στενά της Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Μια βασική πτυχή αυτού του μετασχηματισμού ήταν οι επεκτεινόμενες δυνατότητες του Ναυτικού PLA για το γαλάζιο του νερού. Με την κατασκευή νέων αεροπλανοφόρων, πυρηνικών υποβρυχίων και ενός δικτύου υπερπόντιων κόμβων υλικοτεχνικής υποστήριξης, η Κίνα θέτει τα θεμέλια για συνεχείς παγκόσμιες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η προσέγγιση του Πεκίνου μοιάζει επίσης με ιστορικές στρατηγικές μεγάλων δυνάμεων, αξιοποιώντας οικονομικά και στρατιωτικά μέσα για να ενισχύσουν το ένα το άλλο.

Αυτή η φιλοδοξία ήταν ιδιαίτερα εμφανής στην προσέγγιση «διπλής χρήσης» της Κίνας, όπου τα οικονομικά και μη στρατιωτικά έργα υποδομής εξυπηρετούν ως συμπλήρωμα στρατιωτικών λειτουργιών. Η Πρωτοβουλία Belt and Road (BRI) παρείχε επίσης στο Πεκίνο πρόσβαση σε βασικούς κόμβους εφοδιαστικής, ορισμένοι από τους οποίους χρησιμεύουν τώρα ως πιθανά στρατιωτικά μέσα. Το Τζιμπουτί, οι Νήσοι Σολομώντος και η Ναυτική Βάση Ream της Καμπότζης αποτελούν παράδειγμα αυτής της αλλαγής, επιτρέποντας το καθένα στην Κίνα να επεκτείνει την επιχειρησιακή της εμβέλεια.

Η αμυντική επέκταση της Κίνας έχει επίσης βαθιές στρατηγικές συνέπειες για τις περιφερειακές αρχιτεκτονικές ασφάλειας. Χώρες όπως η Ινδία, η Αυστραλία και η Ιαπωνία -ήδη επιφυλακτικές για τη θαλάσσια δυναμικότητα του Πεκίνου- αντιμετωπίζουν τώρα την πρόκληση να ανταποκριθούν σε μια PLA σύντομα δεν θα παραμείνουν πλέον γεωγραφικά περιορισμένες. Οι πρόσφατες ναυτικές ασκήσεις της Κίνας κοντά στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία δείχνουν περαιτέρω αυτή τη στροφή. Αυτές οι ασκήσεις δεν είναι απλώς στρατιωτικοί ελιγμοί ρουτίνας, αλλά μια προσπάθεια ομαλοποίησης της παρουσίας του Πεκίνου σε αδιαμφισβήτητα ύδατα.

Πέρα από την Ασία, οι διευρυνόμενες στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας έχουν επίσης αναδιαμορφώσει την ισορροπία δυνάμεων στις παγκόσμιες υποθέσεις ασφάλειας. Σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Κίνα εκμεταλλευόταν την οικονομική αλληλεξάρτηση για να μετριάσει την άμεση στρατιωτική απώθηση ενώ ταυτόχρονα επεκτείνει τη στρατιωτική της επιρροή. Αυτό πλέον περιπλέκει τις στρατηγικές αποτροπής για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, καθώς οι οικονομικές εκτιμήσεις συχνά συνεχίζουν να έρχονται σε σύγκρουση με τις επιταγές αντιμετώπισης της στρατιωτικής ανόδου της Κίνας.

Επομένως, ο αυξανόμενος αμυντικός προϋπολογισμός του Πεκίνου δεν αποτελεί απλώς απάντηση στις ανάγκες εσωτερικής ασφάλειας, αλλά μια ευρύτερη δήλωση προθέσεων. Η πρόκληση για άλλα κράτη είναι τώρα η αναγνώριση ότι η στρατιωτική επέκταση της Κίνας δεν αφορά μόνο την Ταϊβάν, την ασφάλεια των συνόρων ή την περιφερειακή ηγεμονία, αλλά αφορά επίσης τη δημιουργία μιας δύναμης ικανής να διαμορφώσει τη δυναμική της παγκόσμιας ασφάλειας με τους δικούς της όρους. Τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν εάν η διεθνής κοινότητα μπορεί είτε να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα στρατηγική πραγματικότητα είτε να παραμείνει αντιδραστική στη μεταβαλλόμενη στρατιωτική στάση της Κίνας.

Εσωτερικές προκλήσεις εντός του PLA: Διαφθορά και ενοποίηση εξουσίας

Ενώ ο αυξανόμενος αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας σηματοδοτεί μια επιθετική στρατιωτική επέκταση, οι εσωτερικές εξελίξεις εντός του PLA δίνουν μια πιο περίπλοκη εικόνα. Πρόσφατα υψηλού προφίλ σκάνδαλα διαφθοράς που αποκαλύπτουν βαθιά ριζωμένες αδυναμίες στις ανώτερες τάξεις του στρατού, εγείρουν επίσης σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής συσσώρευσης της Κίνας.
Η απομάκρυνση ανώτατων αξιωματούχων από την Rocket Force, τη μονάδα που είναι υπεύθυνη για τις πυρηνικές και πυραυλικές δυνατότητες της Κίνας, υποδηλώνει ότι η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του στρατιωτικού στρατού του Xi Jinping δεν αφορούσε μόνο το υλικό και την επέκταση, αλλά αφορά τον εσωτερικό έλεγχο και την πειθαρχία του κόμματος. Τούτου λεχθέντος, παρά μια δεκαετία εκστρατειών κατά της διαφθοράς, η εμμονή της δωροδοκίας και της πολιτικής ευνοιοκρατίας οδήγησε στο τεκμήριο ότι αυτά τα ζητήματα εξακολουθούν να παραμένουν συστημικά και όχι μεμονωμένα περιστατικά.

Η διαφθορά εντός του PLA είναι ένα μακροχρόνιο ζήτημα, που έχει τις ρίζες του στην ιστορία του ως οργάνωσης που καθοδηγείται από την πατρονία υπό την οικονομία διοίκησης της Κίνας πριν από τη μεταρρύθμιση. Το πρόσφατο κύμα απολύσεων, παρά τις αμείλικτες προσπάθειες του Σι Τζινπίνγκ κατά των μοσχευμάτων, εγείρει επίσης ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με τη θεσμική λογοδοσία. 

Αυτή η εσωτερική αστάθεια έχει σημαντικές επιπτώσεις για τη στρατιωτική ετοιμότητα και τις στρατηγικές φιλοδοξίες της Κίνας. Πρώτον, οδηγεί σε ερωτήματα σχετικά με την ετοιμότητα μάχης, ιδιαίτερα σε βασικούς στρατηγικούς τομείς όπως η αποτροπή πυραύλων και οι ναυτικές επιχειρήσεις. Εάν η απάτη στις προμήθειες, η εσφαλμένη κατανομή πόρων και οι προωθητικές ενέργειες που βασίζονται στην πίστη εξακολουθούν να μαστίζουν το PLA, η ικανότητά του να εκτελεί περίπλοκες στρατιωτικές επιχειρήσεις μπορεί ενδεχομένως να τεθεί σε κίνδυνο. Ανεξάρτητα από τις αυξανόμενες οικονομικές επενδύσεις, η διαφθορά θα καταλήξει να διαβρώσει τη συνοχή των μονάδων, την πειθαρχία και την εμπιστοσύνη στις δομές διοίκησης.

Δεύτερον, υπογράμμισε την αυξανόμενη συγκέντρωση της εξουσίας υπό τον Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος έχει δώσει προτεραιότητα στην πολιτική πίστη έναντι της επαγγελματικής στρατιωτικής ικανότητας. Αυτή η μετατόπιση κινδυνεύει επίσης να δημιουργήσει μια κουλτούρα διοίκησης που εκτιμά την ιδεολογική ευθυγράμμιση έναντι της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, αποδυναμώνοντας ενδεχομένως την ικανότητα της Κίνας να ανταποκρίνεται αποφασιστικά.

Τέλος, ένας στρατός που μαστίζεται από εσωτερικές εκκαθαρίσεις και αστάθεια θα αγωνιστεί για να διατηρήσει το επίπεδο της παγκόσμιας προβολής ισχύος που έχει οραματιστεί το Πεκίνο μέχρι στιγμής. Εάν οι κορυφαίοι στρατιωτικοί της Κίνας παραμένουν ευάλωτοι σε συχνούς ανασχηματισμούς και πολιτικές καταστολές, το PLA μπορεί να δυσκολευτεί να καλλιεργήσει τη θεσμική σταθερότητα που απαιτείται για τη μακροπρόθεσμη στρατηγική εκτέλεση.

Στρατιωτική επέκταση με όρια;

Οι ταχέως αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες της Κίνας σηματοδοτούν ξεκάθαρα μια φιλοδοξία μετατροπής του PLA σε κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Ωστόσο, αυτή η φιλοδοξία δεν είναι χωρίς σοβαρούς διαρθρωτικούς περιορισμούς. Η εμμονή της διαφθοράς, της πολιτικής παρέμβασης και της αστάθειας διοίκησης εκτρέπει την εστίαση στο γεγονός ότι η στρατιωτική άνοδος της Κίνας μπορεί να είναι λιγότερο γραμμική και πιο εύθραυστη από ό,τι υποδηλώνουν τα δημοσιονομικά στοιχεία.

Ενώ το Πεκίνο έχει προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τις παγκόσμιες στρατιωτικές ισορροπίες, οι εσωτερικοί του στρατιωτικοί αγώνες θα μπορούσαν να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα αυτής της επέκτασης. Το αν η Κίνα θα μπορούσε να επιλύσει αυτές τις θεσμικές προκλήσεις χωρίς να διακυβεύσει τη λειτουργική αποτελεσματικότητα παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Για τη διεθνή κοινότητα, αυτό το παράδοξο παρουσιάζει ταυτόχρονα μια πρόκληση και μια ευκαιρία – κάτι που απαιτεί εστίαση στην ικανότητά τους να προβλέπουν την αυξανόμενη στρατιωτική εμβέλεια της Κίνας, ενώ αναγνωρίζουν επίσης τους περιορισμούς που θα διαμορφώσουν τη στρατηγική τροχιά του Πεκίνου τα επόμενα χρόνια.  

ΠΗΓΗ: Daily Mirror 

Συνέχεια ανάγνωσης

Διεθνή

FAZ: Οι Ευρωπαίοι πρέπει τώρα να προετοιμαστούν για ένα σενάριο που δεν έχουν βιώσει εδώ και ογδόντα χρόνια

Εάν ο Τραμπ ενίσχυε τη Ρωσία με βιώσιμο τρόπο και αποδυναμώσει περαιτέρω το ΝΑΤΟ, αυτό θα ήταν μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων υπέρ της Μόσχας. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν χρειάζεται να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια και να παρακολουθήσουν αυτό να συμβαίνει.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τα κίνητρα του Τραμπ είναι συζητήσιμα. Οταν τον ακούς, όλα περιστρέφονται γύρω από το πρόσωπο του : είναι ο dealmaker, είναι ο ειρηνοποιός, είναι ο άνθρωπος που τα πάει καλά με τον Putin, τον Xi Jinping ή τον Kim Jong-un. Η αντίπαλος του, Καμάλα Χάρις, είχε δίκιο όταν έλεγε ότι δικτάτορες και αυταρχικοί ηγέτες αυτού του κόσμου μπορούν να χειραγωγήσουν κάποιον σαν τον Τραμπ με κολακεία και χάρες. Το αντίθετο ισχύει επίσης. Όποιος αντικρούει τον πρόεδρο επιπλήττεται και τιμωρείται όπως ο Ζελένσκι.

Ωστόσο θα παραήταν εύκολο να αποδοθεί η νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική αποκλειστικά στον κραυγαλέο ναρκισσισμό του Τραμπ. Οι υπουργοί του έχουν ποικιλοτρόπως παράσχει τις στρατηγικές αιτιολογήσεις για την αλλαγή πλεύσης, στις οποίες δεν έχει αποδοθεί η δέουσα σημασία από τα μέσα ενημέρωσης. Μας εξήγησαν ότι οι πόροι της Αμερικής δεν επαρκούν για να φροντίζουν για τα πάντα στον πλανήτη, επομένως πρέπει να τεθούν προτεραιότητες. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της Κίνας, επειδή μόνο αυτή η χώρα είναι «ίσος ανταγωνιστής», όπως το έθεσε ο υπουργός Άμυνας Hegseth. Προκειμένου να αποδυναμωθεί η θέση της Κίνας, η συμμαχία του Putin με τον Xi Jinping πρέπει να χαλαρώσει, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Αυτή είναι η κλασική πολιτική ισορροπίας δυνάμεων, κάτι που ίσως εξηγεί γιατί η έκπληξη μας είναι τόσο μεγάλη, ειδικά εδώ στη Γερμανία. Σε αυτή τη χώρα έχουμε πάψει να σκεφτόμαστε με τέτοιες παραμέτρους. Αλλά δεν θα έπρεπε να συνιστά έκπληξη. Η αμερικανική πολιτική κινείται προς αυτή την κατεύθυνση εδώ και πολλά χρόνια. Ο Ομπάμα ήταν ο πρώτος που ζήτησε μια στροφή προς την Ασία, απορρίπτοντας κάποτε τη Ρωσία ως μία απλώς περιφερειακή δύναμη. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν παρουσίαζε επίσης την Κίνα ως τον μόνο ανταγωνιστή που θα μπορούσε να αλλάξει τη διεθνή τάξη. Αυτή η πεποίθηση είναι κοινή στην κατά τα άλλα διχασμένη κομματικά Ουάσιγκτον.

Και κάτι άλλο που δεν είναι επινόηση του Τραμπ. Πολλές διοικήσεις ζήτησαν από τους Ευρωπαίους να κάνουν περισσότερα για την άμυνά τους. Όπως όλα όσα κάνει, ο πρόεδρος τα σκηνοθετεί με τρόπο τηλεοπτικού ριάλιτι αλλά ο πυρήνας του θέματος είναι πραγματικός : η Αμερική έχει υπερεκταθεί, δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί την ασφάλεια στην Ευρώπη καθώς και στην Ασία, για να μην αναφέρουμε τον υπόλοιπο κόσμο. Τα τελευταία χρόνια ήταν μια εποχή αποχώρησης των Αμερικανών από τα θέατρα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Ο Μπάιντεν τήρησε επίσης αυτή την αρχή. Η Αμερική έχει βαρεθεί τον πόλεμο και την ευθύνη. Οι αξιώσεις του Τραμπ στον Παναμά, τη Γροιλανδία ή τον Καναδά δεν έρχονται καν σε αντίθεση με αυτό. Βασίζονται στην παλιά ιδέα της κυριαρχίας στο Δυτικό Ημισφαίριο. Η Κίνα πρέπει να μείνει μακριά από αυτό.

Οι διατλαντικές σχέσεις, από την άλλη, δεν ήταν ποτέ ο έρωτας που κάποιοι επικαλούνται νοσταλγικά. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχαν διαφωνίες σχετικά με την κατανομή των βαρών και τις τακτικές. Ειδικά η (δυτική) γερμανική αριστερά, η οποία θυμήθηκε ξαφνικά τις δυτικές αξίες, έβλεπε από καιρό την Αμερική ως ιμπεριαλιστικό κακό. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η Δύση συνασπίστηκε για άλλη μια φορά, βλέποντας τον εαυτό της να απειλείται συλλογικά από τον τζιχαντισμό. Αλλά αυτό δεν συνέβη χωρίς σοβαρές διαφωνίες (Ιράκ), και τώρα όλο αυτό έχει καταρρεύσει τελείως : για την Ευρώπη, η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη απειλή, για την Αμερική, είναι η Κίνα.

Αυτό για το οποίο μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Τραμπ είναι ότι οξύνει αντί να αμβλύνει την αντιπαράθεση. Μια συζήτηση για έναν νέο καταμερισμό εργασίας στον Ατλαντικό θα ήταν αρκετά κατανοητή, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας. Αλλά το γεγονός ότι ο Τραμπ διαπραγματεύεται βασικά ζητήματα ευρωπαϊκής ασφάλειας πάνω από τα κεφάλια των Ευρωπαίων και ότι ανέστειλε τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία στη μέση του πολέμου είναι σοβαρές περικοπές που βλάπτουν αυτό που καθορίζει μια συμμαχία : την εμπιστοσύνη και το ενδιαφέρον για τα συμφέροντα των εταίρων. Δεν υπάρχει ανάγκη να εγκαταλείψουμε το ΝΑΤΟ (η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να ισοσταθμίσει τη συνεισφορά της Αμερικής αυτή τη στιγμή). Αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει τώρα να προετοιμαστούν για ένα σενάριο που δεν έχουν βιώσει εδώ και ογδόντα χρόνια : ότι μπορεί να αφεθούν στην τύχη τους.

Ο επανεξοπλισμός είναι μόνο η μία πλευρά του ζητήματος και στην πραγματικότητα η απλούστερη. Το άλλο πρόβλημα είναι ότι ο Τραμπ προσφέρει στον Πούτιν την προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών. Θα πρέπει να κοιτάξουμε προσεκτικά για να δούμε μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτό. Εάν ο Τραμπ ενίσχυε τη Ρωσία με βιώσιμο τρόπο και αποδυναμώσει περαιτέρω το ΝΑΤΟ, αυτό θα ήταν μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων υπέρ της Μόσχας. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν χρειάζεται να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια και να παρακολουθήσουν αυτό να συμβαίνει. Οικονομικά, σίγουρα έχουν δύναμη και ο μοχλός παραμένει οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας . Δεν πρέπει να χαλαρώσουν πολύ γρήγορα. Και θα πρέπει επίσης να επιμείνουν σε μια ειρηνευτική δύναμη. Μια κατάπαυση του πυρός δεν πρέπει να σημαίνει ότι η Ρωσία δεν χρειάζεται πλέον να αποθαρρύνεται.

ΠΗΓΗ: Frankfurter Allgemeine Zeitung
Μετάφραση: Μπάμπης Γεωργίου Πετράκης

Συνέχεια ανάγνωσης

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Διεθνή1 ώρα πριν

Το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ «παγώνει» την αποπομπή του επικεφαλής της Σιν Μπετ

Το δικαστήριο θα εξετάσει τις προσφυγές που κατατέθηκαν κατά της απόλυσης του επικεφαλής της Σιν Μπετ, σύμφωνα με το AFP.

Διεθνή2 ώρες πριν

Στα ύψη οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας!

Η κλίμακα και το εύρος αυτών των δαπανών υποδηλώνουν μια ευρύτερη φιλοδοξία: την οικοδόμηση ενός στρατού ικανού να προβάλλει ισχύ...

Αναλύσεις2 ώρες πριν

Κατέρρευσε η αποτροπή μας

Παρέμβαση του αντιστράτηγου ε.α. Ιωάννη Μπαλτζώη στην τηλεόραση της "Ναυτεμπορικής"

Αναλύσεις3 ώρες πριν

Πείτε μας τι έχετε στο μυαλό σας για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή άμυνα

Παρέμβαση του επικεφαλής του Militaire.gr Πάρη Καρβουνόπουλου στην τηλεόραση της "Ναυτεμπορικής".

Αναλύσεις4 ώρες πριν

Με ρωτούν αν θέλουμε να ρίξουμε τον Μητσοτάκη!!!

Παρέμβαση του διευθυντή της "ΕΣΤΙΑΣ" στην τηλεόραση της "Ναυτεμπορικής"

Δημοφιλή