Οι δυο υπουργοί Εξωτερικών θα συναντηθούν και κατ’ ιδίαν και στο πλαίσιο του στρατηγικού διαλόγου και θα συζητήσουν όλα τα καυτά θέματα, με λίγες ελπίδες όμως να μπορέσουν να βρουν λύσεις σε μια σειρά ζητήματα που έχουν φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση τις δυο χώρες
Η σοβαρή κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν είναι κάτι νέο, ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Ερντογάν πίσω από τις διαδηλώσεις του Γκεζί το 2013 έβλεπε δάκτυλο Αμερικανών, ενώ μετά την απόπειρα του αποτυχημένου πραξικοπήματος το 2016 ευθέως επιχειρήθηκε να συνδεθεί η αμερικανική πρεσβεία στην Τουρκία με τους επίδοξους πραξικοπηματίες. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις Ομπάμα και Τραμπ ήταν φιλικά διακείμενες προς τον Τ. Ερντογάν, παρ’ όλα αυτά η Τουρκία έδειξε να τραβάει το σκοινί με αποτέλεσμα να υπάρξει ένας δύσκολος συνδυασμός με την προεδρία Μπάιντεν ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε την αποστροφή του για την ροπή του Τούρκου ηγέτη προς τον αυταρχισμό.
Η Τουρκία θεωρεί ότι η συγκυρία ευνοεί το παζάρι της με τους Αμερικανούς καθώς η στρατηγική σημασία της χώρας μετά και τον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά και ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε στην συμφωνία για την εξαγωγή των σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα της προσέφεραν ισχυρά χαρτιά.
Συγχρόνως όμως όλοι αντιλαμβάνονται και στην Ουάσινγκτον ότι η Τουρκία επιδιώκει να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και την αδυναμία της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου να αντέξουν μια «χαμένη Τουρκία» μετά από ένα «χαμένο Ιράν», για να επιβάλει η ίδια ένα νέο πλαίσιο suis generis εταιρικής και συμμαχικής σχέσης, όπου τα συμφέροντα της Συμμαχίας και των ΗΠΑ θα προσαρμόζονται στα τουρκικά συμφέροντα και στις επιδιώξεις του Τ. Ερντογάν.
Στην συνάντηση Μπλίνκεν -Τσαβούσογλου είναι προφανές ότι θα κυριαρχήσει το θέμα των F16 το οποίο επείγει για την Τουρκία όχι μόνο γιατί η Πολεμική Αεροπορία της κινδυνεύει να βρεθεί «γυμνή» αλλά πρόκειται περί θέματος που αφορά στο ίδιο το κύρος της τουρκικής κυβέρνησης και την εικόνα της ισχυρής περιφερειακής δύναμης την οποία καλλιεργεί το καθεστώς Ερντογάν.
Μετά τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F35 λόγω της παραβίασης της νομοθεσίας CAATSA με την αγορά των S400 η Τουρκία δεν αντέχει να υποστεί μια ακόμη ήττα σε αυτό το μέτωπο. Η υποστήριξη του αιτήματος της για τα F16 από την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι μια θετική για την Άγκυρα εξέλιξη η οποία όμως είναι κενή περιεχομένου όσο παραμένει το εμπόδιο του Κογκρέσου το οποίο όπως όλα δείχνουν, με τις τοποθετήσεις και του Μ. Μενέντεζ, δεν θα συναινέσει στη χωρίς όρους έγκριση της πώλησης και αναβάθμισης των F16.
Και δεν είναι μόνο ο όρος που θέτει η κυβέρνηση Μπάιντεν για επικύρωση από την Τουρκία της ένταξης της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ (η οποία τουλάχιστον το επόμενο εξάμηνο είναι απίθανο να γίνει), αλλά και οι άλλοι όροι που τίθενται από γερουσιαστές και βουλευτές και αφορούν στην συνολική στάση της Τουρκίας ως συμμάχου, τις σχέσεις της με την Ρωσία και το Ιράν, την επιθετική και αποσταθεροποιητική πολιτική της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγχρόνως θα πρέπει η κυβέρνηση Μπάιντεν να παρουσιάσει πειστικά επιχειρήματα στο Κογκρέσο που θα δικαιολογεί την εισήγηση της που επικαλείται αμερικανικά εθνικά συμφέροντα για την πώληση των F16.
Λανθασμένα γίνεται σύγκριση στην ισορροπία 7/10 που καθιερώθηκε από την Ουάσινγκτον μετά το 1976 και αποτελεί μια ποσοστοποίηση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, με την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εισηγηθεί ταυτόχρονα στο Κογκρέσο την έγκριση της πώλησης των F35 στην Ελλάδα. Ορθώς διαμαρτύρονται Τούρκοι αναλυτές και ο κ.Τ σαβουσογλου ότι αυτό συνιστά ανατροπή της ισορροπίας που υπήρχε επί σειρά ετών σε θέματα αμερικανικών εξοπλισμών προς την Ελλάδα και στην Τουρκία, και συνιστά όχι ποσοτική αλλά ποιοτική ανατροπή αυτής της ισορροπίας, με την παραχώρηση στην Ελλάδα μαχητικών 5ης γενιάς, έναντι παραχώρησης μαχητικών 4ης γενιάς στην Τουρκία, τα οποία ήδη διαθέτει η Ελλάδα με την αναβάθμιση των F16.
Η επιστροφή των Αμερικανών στην Ανατολική Μεσόγειο έχει σηματοδοτηθεί με την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας μέσω του πλέγματος των τριμερών και πολυμερών συνεργασιών και κυρίως της επιλογής των Αμερικανών για διεύρυνση του στρατιωτικού αποτυπώματος τους στην χώρα μας μετά και την επέκταση της MDCA.
Και αυτό είναι κάτι που όχι μόνο δεν είναι εύπεπτο αλλά είναι και ανησυχητικό για την Τουρκία.
Στο θέμα της Βόρειας Συρίας η Τουρκία δύσκολα θα εξασφαλίσει έστω την κατανόηση των ΗΠΑ που θα δικαιολογούσε ένα μέρος των επιδιώξεων της και αυτό που έχει να περιμένει ο κ. Τσαβουσογλου δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από μια γενική στήριξη της Τουρκίας έναντι της τρομοκρατίας. Και η Ουάσινγκτον δεν πρόκειται να αποδεχθεί τα επιχειρήματα της Τουρκίας για να πραγματοποιήσει μια νέα επίθεση εναντίον των Κούρδων της Β. Συρίας. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξάλλου έσπευσε ουσιαστικά να αποδοκιμάσει κάθε προσπάθεια νομιμοποίησης του Ασάντ μέσω μιας συνάντησης με τον Τ. Ερντογάν,καθώς εκτιμάται ότι μια τέτοια κίνηση απλώς εξυπηρετεί τα σχέδια της Μόσχας και της Τεχεράνης.
Σε ότι αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο τόσο ο πρόεδρος Μπάιντεν το περασμένο καλοκαίρι στην Μαδρίτη όσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στέλνουν διαρκώς μηνύματα που καλούν σε αποκλιμάκωση και αποφυγή κινήσεων που οδηγούν σε αποσταθεροποίηση και αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ. Μένει να αποδειχθεί βεβαίως εάν μια νέα τέτοια σύσταση εκ μέρους της Ουάσινγκτον θα βρει ευήκοα ώτα στην Άγκυρα, ενόψει και μια δύσκολης περιόδου με τον εκλογικό κύκλο σε Λευκωσία – Αθήνα-Αγκυρα.
Στην συνάντηση αναμένεται να τεθεί και το θέμα της Λιβύης καθώς μετά την επίσκεψη του διευθυντή της CIA Γ. Μπερνς στην Τρίπολη, η Άγκυρα έχει θορυβηθεί από το ενδεχόμενο ενεργής εμπλοκής των Αμερικανών τόσο για την άρση του πολιτικού αδιεξόδου και διεξαγωγή εκλογών αλλά και για την δρομολόγηση της απομάκρυνσης όλων των ξένων δυνάμεων από το Λιβυκό έδαφος συμπεριλαμβανομένων και των τουρκικών. Δεν είναι τυχαίο ότι χθες έσπευσε στην Τρίπολη για συνάντηση με τον Ντμπεϊμπά ο αρχηγός της ΜΙΤ και στενός συνεργάτης του Ερντογάν, Χακαν Φιντάν, προκειμένου να ενημερωθεί και για τις συνομιλίες με τον Μπερνς αλλά και για τα επόμενα βήματα μετά την απόφαση του λιβυκού δικαστηρίου με το οποίο παγώνει το δεύτερο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο.
Σε ότι αφορά στο πάγιο αίτημα για κινήσεις εναντίον του Φ. Γκιουλέν η Άγκυρα δεν θα πρέπει να περιμένει τίποτα από την Ουάσινγκτον.
Μέχρι αργά χθες το βράδυ συνεχίζονταν στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ η ακρόαση της υπόθεσης της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank που κατηγορείται για διαφθορά, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και παραβίαση του εμπάργκο εναντίον του Ιράν και για την Τουρκία αποτελεί μείζον θέμα καθώς η υπόθεση ακουμπά στελέχη της Τράπεζας που είναι στο περιβάλλον του Ερντογάν. Και αυτό είναι ένα ακόμη μήνυμα της Ουασινγκτον.
Η σημερινή συνάντηση Μπλίνκεν- Τσαβούσογλου είναι ένα ακόμη επεισόδιο μπροστά στο τελικό bra de fer ΗΠΑ-Τουρκίας.
Πηγή: liberal.gr