Γράφει ο Γιώργος Καλάκος
Η συνταρακτική εκλογή Τράμπ σε πολιτικά ποσοστά που οι ΗΠΑ είχαν να βιώσουν χρόνια, είναι πλέον πραγματικότητα παρά τη φρενήρη αντίσταση και προπαγάνδα από την πλευρά των Δημοκρατικών, διασημοτήτων του Χόλυγουντ και το Βαθύ Κράτος των ΗΠΑ.
Με την επίσημη επικράτηση των Ρεπουμπλικανών στις Προεδρικές Εκλογές των ΗΠΑ στις 6 Νοεμβρίου 2024, επισημοποιήθηκε και η επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ στο Λευκό Οίκο. Η επανεμφάνισή του στο διεθνές γίγνεσθαι επέφερε ανακατατάξεις στην παγκόσμια δομή της Ισχύος, καθ’ότι η αμερικανική πολιτική πρόκειται να αλλάξει άρδην από τις 20 Ιανουαρίου 2025, ημέρα όπου ο νεοεκλεγέντας Πρόεδρος θα αναλάβει και επίσημα τα καθήκοντά του για τη δεύτερη και τελευταία θητεία του. Τί σημαίνει όμως η εκλογή Τράμπ για το πλανητικό στερέωμα, καθώς και για τα ελληνικά-ευρωπαϊκά δεδομένα;
Ένα συμβάν βαρύνουσας σημασίας είναι βεβαίως, η πολεμική κατάσταση στην Ουκρανία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος είχε εκφράσει συχνά το γεγονός πως «Θα σταματήσω τον πόλεμο εντός 24 ωρών». Βέβαια, δεν έδινε περαιτέρω πληροφορίες με ποιόν τρόπο πρόκειται να το κάνει αυτό, οδηγώντας πολλούς αναλυτές τόσο σε σκεπτικισμό όσο και σε φρενίτιδα απόψεων και ιδεών σχετικά με τον τερματισμό του πολέμου. Οι επικρατούσες απόψεις είναι πως θα μειώσει την παροχή οπλισμού και υποστήριξης προς την Ουκρανία, κάτι το οποίο υποστήριζε ήδη προεκλογικώς και από τότε έχει προκαλέσει ανησυχίες στον ουκρανικό λαό και στους πολιτικούς τους. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές φωνές και υποστηρικτές που θαρρούν πως ο Τραμπ πρόκειται να συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία καθώς και να αυξήσει τις παροχές των ΗΠΑ όσο και να υιοθετήσει μια σκληρότερη στρατηγική απέναντι στη Ρωσία1.
Άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η ανακοίνωση επιβολής δασμών σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, αρχικά κατά 10% από τα προϊόντα της Ε.Ε. και έως και 60% (!) από τα προϊόντα Κίνας. Αυτή η ανακοίνωση, είναι ένας από τους βασικούς οικονομικούς και εμπορικούς πυλώνες της νέας οικονομικής και εμπορικής στρατηγικής της επερχόμενης κυβέρνησης Τράμπ και τούτο διότι όπως αναφέρει ο ίδιος: «Η Αμερική Πρώτη». Δηλαδή, δίνεται έτσι έμφαση και προστατεύεται τόσο η αμερικανική οικονομία όσο και ο Αμερικανός πολίτης από ξένες και εξωτερικές οικονομικές απορροές. Άρα, εδώ γίνεται αναφορά για πιθανός νέους «Εμπορικούς Πολέμους», με θεωρητικά «καταστροφικές» (sic!) συνέπειες για την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία2.
Τελευταίο ακανθώδες θέμα που επηρεάζει άμεσα τα ελληνικά κιόλας δεδομένα, είναι το έτερο πολεμικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή και πιο συγκεκριμένα η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς/Χεζμπολά. Η επιστροφή Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο υποστηρίζεται από αναλυτές πως πρόκειται να χαλαρωθούν οι περιορισμοί που υπάρχουν έως τώρα στις δυνάμεις του Ισραήλ από την απερχόμενη Κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρρις, οι οποίες εικάζεται πως θα συνεχίζονταν αν η Χάρρις εκλεγόταν στο αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ. Πολλοί Ισραηλινοί και μη αναλυτές θεωρούσαν την αντιμετώπιση της κυβέρνησης Μπάιντεν ως πολύ ελαστική, ενώ πλέον με τη νίκη Τράμπ, οι Ισραηλινοί πιστεύουν πως η νέα Αμερικανική κυβέρνηση θα τους βοηθήσει με τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς τους στόχους, δηλαδή την προσάρτηση της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης στα εδάφη του κράτους του Ισραήλ όσο και την υποστήριξη για ισραηλινά χτυπήματα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων3.
Σχετικά, τώρα, με το πώς η εκλογή Τράμπ θα επηρεάσει τα ελληνικά δεδομένα, εικάζεται πως θα συνεχιστεί η ανάμιξη της πρώτης Κυβέρνησης Τράμπ στην Ανατολική Μεσόγειο -και άρα και στα ελληνοτουρκικά αλλά και στο Κυπριακό- είτε με ανανέωση είτε με ενδυνάμωση της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ. Ειδικά στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας δίνεται ιδιαίτερη έμφαση από την Αθήνα, λόγω της σχέσης του ίδιου του επερχόμενου Αμερικανού Προέδρου με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν4. Σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, υπάρχουν μεν οι φωνές που θεωρούν πως θα συνεχιστεί η «καλή» σχέση μεταξύ Τράμπ-Ερντογάν, όμως ενισχύεται η άποψη πως η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά θα παραμείνει ως έχει, με τις οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις στην Τουρκία να κρατώνται ακόμα ενεργές. Η δε Κύπρος χαίρει την έλευση του Τράμπ στα ηνία των Ηνωμένων Πολιτειών διότι αυτό σημαίνει πως λόγω της σχέσης των ΗΠΑ με το Ισραήλ, η Κύπρος προβλέπει πως θα έχει μια κάποια οικονομική απολαβή από αυτή τη σχέση· προς το παρόν όμως δε θεωρεί πως το Κυπριακό βρίσκεται ή θα βρεθεί ψηλά στην Αμερικανική στρατηγική ατζέντα5.
Τί σημαίνουν όμως όλα αυτά επί της ουσίας; Πρόκειται η έλευση Τράμπ στην ηγεσία της Αμερικανικής πολιτικής να προκαλέσει την «Αποκάλυψη» όπως συχνά υποστηριζόταν και υποστηρίζεται ακόμα από ουκ ολίγες φωνές «ειδικών», τόσο εντός Ελλάδος όσο και εκτός; Η απάντηση είναι πως όχι, δεν πρόκειται να επέλθει το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, αλλά ούτε και θα ξεσπάσει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος όπως πλέον αναφέρεται ολοένα και συχνότερα. Αν μη τί άλλο, η έλευση του Ντόναλντ Τράμπ ξανά στη θέση του πλανητάρχη είναι η μόνη προς το παρόν λογική, υγιής και θετική Γεωπολιτική επιλογή των ΗΠΑ. Και επειδή χρησιμοποιείται συχνά ο όρος «Γεωπολιτική», λογικό είναι να υπάρξει μια σύγχυση και ένα μπέρδεμα με τον εν λόγω όρο.
Εν προκειμένω λοιπόν χρειάζεται να οριστεί η σημασία της λέξης «Γεωπολιτική», προκειμένου να μπορέσει να γίνει περισσότερο κατανοητή η πολιτική και διεθνής πραγματικότητα, αλλά και για να μπορέσει ο οποιοσδήποτε να δει ποια πορεία μπορεί δυνητικώς να πάρουν τα διεθνή γεγονότα. Άρα:
«Γεωπολιτική Ανάλυση ενός γεωγραφικού συστήματος ανισορρόπου κατανομής ισχύος καλείται, η γεωγραφική εκείνη μέθοδος η οποία μελετά, περιγράφει και προβλέπει τις συμπεριφορές και τις επιπτώσεις των σχέσεων των αντιτιθέμενων και διακριτών διεθνών πολιτικών δράσεων ανακατανομής ισχύος και των ιδεολογικών μεταφυσικών που τις καλύπτουν, στο πλαίσιο των γεωγραφικών ζωνών που οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται»6.
Δηλαδή με απλά λόγια: Γεωπολιτική είναι η δυνατότητα αναλύσεως των διεθνών τεκταινομένων υπό την όψη των διαφόρων μορφών της Γεωγραφίας. Μέσω αυτής της πρακτικής κάποιος μπορεί να καταλάβει και αναλύσει καλύτερα τα διεθνή γεγονότα. Κάτι το οποίο χρειάζεται δίχως το μανδύα της τρομοκρατίας που φοράνε πλέον όλες οι ειδήσεις και αναλύσεις. Υπό την οπτική της Γεωπολιτικής λοιπόν, μπορεί κάποιος να εξηγήσει καλύτερα, λογικότερα και περισσότερο ρεαλιστικά τα γεγονότα που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Αρχικά, σχετικά με το Ουκρανικό ζήτημα, εν αντιθέσει με ό,τι λένε διάφοροι επιφανείς «αναλυτές» και «οργανώσεις» πως η Ρωσία του Πούτιν ετοιμάζεται για ολοκληρωτική προσάρτηση της Ουκρανίας και άρα και για γενικευμένο πόλεμο με το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. και τη Δύση, θα εκπλαγούν δυσάρεστα αν θυμηθούν την αναγγελία της Ρωσικής κυβέρνησης τον Μάρτιο 2022 όπου ένα μόλις μήνα μετά την εισβολή, ζήτησε την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και την ταυτόχρονη έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών· στις οποίες η ουκρανική κυβέρνηση υπό τον Βολόντυμυρ Ζελένσκυ ήταν έτοιμη να συμφωνήσει σε ποσοστό 80% των ρωσικών απαιτήσεων7, οι οποίες ήταν άμεση ουδετεροποίηση της Ουκρανίας, μη περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της χώρας και επαφές με το ΝΑΤΟ, καθώς και μη συνέχιση τω πυρηνικών της αιτημάτων.
Όσον αφορά τους λόγους τώρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ήταν δύο βασικοί:
1) Ως ένας από τους επίσημους λόγους -πέραν της διακοπής συνομιλιών ΝΑΤΟ-Ουκρανίας για την προσχώρηση της δεύτερης στη Βορειοατλαντική Συμμαχία- ήταν η προστασία των Ρωσόφωνων πληθυσμών της Ανατολικής Ουκρανίας από περαιτέρω καταπίεση μετά τα γεγονότα του Ουκρανικού Εμφυλίου του 2014-2015 και της έλευσης στην ηγεσία της χώρας, Προέδρου Ζελένσκυ, και την ταυτόχρονη προσάρτηση της Χερσονήσου της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία το 20148
2) Ένας στρατηγικός λόγος της εισβολής ήταν η επανέναρξη της υδάτινης ροής προς τη Χερσόνησο της Κριμαίας , η οποία είχε διακοπεί από την Ουκρανία μέσω του φράγματος Nova Kakhovka στον ποταμό Δνείπερο, μετά την προσάρτηση της Χερσονήσου της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Έκτοτε, προκλήθηκαν μεγάλα προβλήματα ύδρευσης, άρδευσης καθώς και σημαντικά ζητήματα λειψυδρίας στους πληθυσμούς της Χερσονήσου, δημιουργώντας μια μεγάλη ανθρωπιστική κρίση η οποία αποσιωπόταν και αποσιωπάται ακόμα, με εκατέρωθεν καταγγελίες για την εν λόγω περιβαλλοντική και ανθρωπιστική κρίση9. Αυτός ο λόγος μάλιστα ήταν και ο πιο σημαντικός με βάση ρωσικά δημόσια και επίσημα ανακοινωθέντα.
Εν συνεχεία, σχετικά με τους δασμούς της νέας κυβέρνησης Τράμπ εναντίον της Ε.Ε., δεν πρόκειται να είναι καταστροφικοί όπως πολλοί θεωρούν, αν και το 10% των δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι τσουχτεροί στην ευρωπαϊκή οικονομία. Όμως, οι δασμοί είναι και ένα μέτρο ελέγχου τόσο της παγκόσμιας οικονομίας από πλευράς ΗΠΑ όσο και ένας ισχυρός μοχλός πίεσης τόσο προς τις Βρυξέλλες όσο και προς το Βερολίνο προκειμένου να μην αντισταθούν ξανά προς τις αμερικανικές απαιτήσεις και πιο συγκεκριμένα στις απαιτήσεις του Ντόναλτ Τράμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ. Όπως λέγεται σε διπλωματικούς ευρωπαϊκούς κύκλους: «Δε θα επαναλάβουμε την καταστροφική στάση της Άνγκελα Μέρκελ προς τον Τράμπ»10 . Άρα, αυτό υποδηλώνει πως η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη δείχνει να είναι περισσότερο φιλικά προσκείμενη προς την επιστροφή του Αμερικανού Προέδρου στα ηνία της χώρας, όπως φάνηκε και στο δημόσιο ανακοινωθέν από την κα. Ούρσουλα βον ντερ Λάιεν11 και άρα υπάρχει ήδη μια πιο πραγματιστική οπτική της Ε.Ε., κάτι το οποίο, σε συνδυασμό με τους στρατηγικούς ελιγμούς των ηγετών της Ένωσης, μπορεί να δημιουργήσει πιο ευνοϊκές συνθήκες για οποιαδήποτε μελλοντική εμπορική διαπραγμάτευση.
Τελειώνοντας, η έλευση Τράμπ στα ηνία της ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι ξεκάθαρα ευνοϊκή συγκυρία για την Ελλάδα και αυτό γιατί, ο νέος Πρόεδρος έχει ήδη εκφράσει πως θα έχει πρόβλημα με τις χώρες του ΝΑΤΟ που δεν στηρίζουν ενεργά τη Συμμαχία, δηλαδή να δίνουν το 2% του ΑΕΠ τους στην αμυντική παραγωγή. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της Συμμαχίας που δίνει το 3%-4% του ΑΕΠ της για αμυντικές δαπάνες, καθιστώντας τη από τις υψηλότερες στη Συμμαχία· γεγονός που θα ευχαριστήσει ιδιαίτερα το νέο Αμερικανό Πρόεδρο, μιας και που βλέπει τις διακρατικές σχέσεις από μία καθαρή συναλλαγματική και μερκαντιλιστική οπτική. Σε συνδυασμό λοιπόν με την συνέχεια της συμμετοχής της Ελλάδος στο πρόγραμμα F-35 και με την εν συνεχεία παραλαβή των πρώτων αυτών αεροσκαφών, ο δρόμος για τη χώρα μας διαφαίνεται ολίγον τι ξεκάθαρος.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, οφείλω να αναφέρω και το τί πιθανόν θα συμβεί σε κάθε ένα από αυτά τα ακανθώδη θέματα τόσο για τη χώρα μας όσο και για το παγκόσμιο στερέωμα. Ο πόλεμος της Ουκρανίας βρίσκεται ήδη στο τέλος του, καθώς υπάρχει ακόμα 1.5 μήνας περίπου πριν την ανάληψη των Προεδρικών καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τράμπ. Οι τελευταίες εξελίξεις στο εν λόγω θέμα διαμηνύουν ήττα της Ουκρανίας (εφόσον πρέπει να αναφερόμαστε με τόσο επικίνδυνα απλοϊκούς όρους και σκεπτικό), νίκη της Ρωσίας καθώς και διατήρηση της Χερσονήσου της Κριμαίας12, όσο και διατήρηση των εδαφών της Ανατολικής Ουκρανίας που έχει υπό την κατοχή της. Δεν πρόκειται να απαιτήσει περαιτέρω εδάφη, με βασική προϋπόθεση να μην γίνει ουδεμία περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, καθότι αυτός παραμένει ένας από τους βασικότερους παράγοντες της ρωσικής ανησυχίας και απόγνωσης περί «στραγγαλισμού» της Ρωσίας. Βέβαια, μπορεί ο 1.5 μήνας να φαίνεται μικρό χρονικό διάστημα, όμως παραμένει επικίνδυνο μιας τελευταίας κλιμάκωσης από πλευράς των Ουκρανικών δυνάμεων υλοποιώντας μια τελευταία απεγνωσμένη αντεπίθεση προς τις Ρωσικές θέσεις. Χρειάζεται λοιπόν ηρεμία και άκρατη ρεαλιστική σκέψη, όχι ευκταίες θελήσεις και απίθανες υποθέσεις. Όμως, η Ουκρανία παράλληλα, επιθυμεί τη λήξη του πολέμου και την εγκατάσταση «ουδέτερων-κυανόκρανων» δυνάμεων στο έδαφός της, λογικά από ένοπλες δυνάμεις Ευρωπαϊκών κρατών. Μια τέτοια κίνηση σίγουρα πρόκειται να αναζωπυρώσει τις ρωσικές ανησυχίες, καθώς και να ακυρώσει τις όποιες ουκρανικές φιλοδοξίες περί επανάκτησης των κατεχόμενων ανατολικών τους εδαφών δια μέσω της διπλωματικής οδού13.