Φιλάρετος Μαυρόπουλος για τους νέους μουσικούς: «αν εβγαίν’νε ας ’ς σο ταφίν οι παλαιοί, ’κί θα γνωρίζ’νε αν ατό το όργανον έν’ κεμεντζέ».
Γεννήθηκα το 1934 στην Επισκοπή Ναούσης. Ο πατέρας μου Βασίλειος είχε γεννηθεί στο Καρακαντζί Σουρμένων και η μητέρα μου Μυροφόρα, το γένος Λαζαρίδου, στην Αργυρούπολη, με καταγωγή όμως κι αυτή από τα Σούρμενα, από την Τσίτα.
Λύρα έπαιζε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, όπως και ο παππούς μου. Τον πατέρα μου τον θυμάμαι να παίζει και να τραγουδά. Είχε πάρα πολύ καλή φωνή. Όμως κάποια στιγμή που κατέβηκαν οι αντάρτες στο χωριό μας, η λύρα του χάθηκε και έτσι έχασα την ευκαιρία να μάθω από μικρός να παίζω λύρα. Έμαθα ωστόσο να παίζω φλογέρα.

Δίπλα στον πατέρα του, Βασίλη Μαυρόπουλο, γύρω στα 1955 στην Επισκοπή
Όταν ήμουν μικρός, έβοσκα τα ζώα του πατέρα μου, 12-14 γελάδια. Εκεί στα λιβάδια, ελλείψει λύρας και επηρεασμένος από έναν καλλιτέχνη από το χωριό, τον Θεόφιλο Κυριακίδη, που έπαιζε κλαρίνο, έφτιαξα μια φλογέρα και έμαθα μόνος μου να παίζω. Μάλιστα, μια φορά έπαιξα και σε γάμο με τη φλογέρα. Επηρεασμένος λοιπόν από τον Θεόφιλο, ήθελα να μάθω κλαρίνο.
Ο πατέρας μου, όταν του είπα ότι θέλω να μάθω κλαρίνο, μου είπε: «Οι γύφτ’ παίζ’νε κλαρίνο. Εσύ αν θέλτ’ς να μαθάν’ς όργανο, να μαθάν’ς λύρα»…

Θερισμός, 1952
Αυτό έγινε όταν ήμουν σε ηλικία περίπου δεκαεπτά χρονών. Μεγάλος άρχισα να μαθαίνω το όργανο.
Ο πατέρας μου, όταν ήλθε από τον Πόντο, έμεινε για πέντε χρόνια στην Καλαμαριά, δίπλα από το σπίτι του Σταύρη, του πατέρα του Γώγου. Και ο πατέρας μου, αν και ώριμος και φτασμένος λυράρης, είχε επηρεαστεί από τον Σταύρη. Εγώ επηρεάστηκα κυρίως από τον Γώγο.

Όχι, δεν τον γνώριζα, άκουγα όμως τα τραγούδια του. Το 1950-51 ο Δημήτρης Κυριακίδης, ο παντοπώλης του χωριού, είχε φέρει ένα ραδιόφωνο που λειτουργούσε με μπαταρία. Ρεύμα δεν είχαμε τότε. Για να παίξει το συνέδεε στους ακροδέκτες της μπαταρίας του τρακτέρ του και ο κόσμος άκουγε την εκπομπή της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Στην εκπομπή έπαιζε κυρίως ο Γώγος και τραγουδούσε τότε ο Μίμης Τσακαλίδης, από τον Φοίνικα, και ο Ηρακλής ο Κοκοζίδης.

Επισκοπή 1957, με φίλους
Στο χωριό έπαιζαν λύρα ο Ηρακλής ο Γεραντίδης, ο Γιώργος Χαραλαμπίδης και ο Τάσος Τσαγκαλίδης. Άλλοι καλοί λυράρηδες από τους οποίους μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα μουσικά ήταν ο Μάντης ο Σαββίδης από τη Βέροια, ο Αλέκος Ακριβόπουλος από τα Παλατίτσια και ο Στάθης Τσανακτσίδης από τη Σκύδρα. Όμως, το ξαναλέω, η μεγάλη επιρροή ήταν από τον Γώγο.
Όχι. Για πρώτη φορά τον είδα όταν ήμουν παιδί, σε μια ζωοπανήγυρη των Γιαννιτσών, που ήταν πολύ ξακουστή τότε. Εκεί ήταν ο Γώγος και έπαιζε λύρα. Τον άκουγα από μακριά και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση. Το 1956 ο συγχωριανός μας Γιάννης Θωμίδης κάλεσε τον Γώγο στο χωριό μας. Έπαιζε λύρα και τραγουδούσε στο μαγαζί του για δύο μέρες.
Όλο το χωριό μας μαζεύτηκε εκεί να τον ακούσει. Ήταν ήδη πολύ ξακουστός… Με κάλεσαν οι συγχωριανοί μου και μου έδωσαν τη λύρα του Γώγου να παίξω, αλλά από τη συγκίνησή μου δεν έπαιξα…
Ο Γώγος μ’ έπαιρνε στο σπίτι του και συμμετείχα σε παρακάθε μέχρι το 1960. Με καλούσαν στο ποντιακό πρόγραμμα της Ευξείνου Λέσχης του ΕΙΡ, όπου συμμετείχα με τον αείμνηστο Στάθη Ευσταθιάδη και έναν δάσκαλο Πόντιο που παρουσίαζε τις εκπομπές. Με τον Ευσταθιάδη κάναμε πολλές εκπομπές κι έτσι καταξιώθηκα σαν λυράρης αλλά και σαν τραγουδιστής, επειδή είχα στα νιάτα μου καλή και δυνατή φωνή. Γνώρισα από κοντά και έναν από τους πατριάρχες του ποντιακού ελληνισμού, τον οφθαλμίατρο Θεοφύλακτο.

Νοέμβριος 1961: Με τη λύρα ο Φιλάρετος, και ο Χρύσανθος, νεαρός, στο κέντρο
Στην αρχή ο Χρύσανθος ήξερε λίγους σκοπούς, αλλά μετά έγινε ο μεγάλος Χρύσανθος…
Σιγά-σιγά έγινα γνωστός, και από το 1952 μ’ έπαιρναν σε γάμους. Κάναμε συγκρότημα με τον Τάκη Τσακαλίδη, που έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε, και τον Παύλο Σεμερτζίδη, που έπαιζε κλαρίνο. Επίσης έπαιζα σε γλέντια, όμως αυτό που με σημάδεψε ως καλλιτέχνη, εκτός από τον Γώγο, ήταν τα παρακάθε που κάναμε με μερακλήδες εδώ στα χωριά της Νάουσας, της Σκύδρας και της Βέροιας. Μιλάμε για χιλιάδες γλέντια.

Με τους φίλους του Σταύρο Ορφανίδη, Κωστάκη Ανδρεάδη, Νίκο Σιδηρόπουλο
Όλους τους σκοπούς που παίζω, τους αγαπώ. Με αυτούς ζω. Η σχέση μου με τη λύρα είναι πολύ βαθιά, είναι σχέση ζωής. Αφού επιμένεις, όμως, να σου πω ότι μου αρέσει ιδιαίτερα το «Οφέτος» και το «Έτα έτα Παναέτα». Και οι δυο, σκοποί της Κρώμνης, κρωμέτ’κα.
Δεν μ’ αρέσει να κακολογώ τη νεολαία, γιατί οι νέοι μας είναι η ελπίδα και το μέλλον του τόπου. Όμως, αν εβγαίν’νε ας ’ς σο ταφίν οι παλαιοί, ’κί θα γνωρίζ’νε αν ατό το όργανον έν’ κεμεντζέ. Δεν καταλαβαίνουμε τι παίζουν, δεν καταλαβαίνουμε τι ακούμε. Άλλα αντ’ άλλων.

Με τον εκδότη της Ποντιακής Γνώμης Σάββα Καλεντερίδα σε παρακάθ’ στη Βέροια (Σεπτ. 1999)
Να πάψουν να γκρεμίζουν το κάστρο αυτό οι νέοι μας…
*Διαβάστε ΕΔΩ το ποίημα που έγραψε για τον Φιλάρετο Μαυρόπουλο.
- Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στον Σάββα Καλεντερίδη και τον Γιώργο Παναγιωτίδη, και δημοσιεύτηκε στην εφ. Ποντιακή Γνώμη, φ. 59 (Φεβρ. 2014), σελ. 24 25.
- http://www.pontos-news.gr/article/159757/filaretos-mayropoylos-enas-stivaros-lyraris-kai-tragoydistis-foto